Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Καλύτερα να θυμάσαι το Θεό παρά να αναπνέεις». Και πάλι: «Να σκέφτεσαι το Θεό πιό συνεχώς κι από το να αναπνέεις». Και ο άγιος Ισαάκ: «Χωρίς αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να πλησιάσεις το Θεό. Αν μετά τον κόπο της προσευχής αφήσεις το νου σου να φροντίζει γι' άλλα πράγματα, προκαλείς διασκορπισμό της διάνοιας. Κάθε προσευχή όπου δεν κοπιάζει το σώμα και δε συνθλίβεται η καρδιά, είναι νεκρή αποβολή· γιατί η προσευχή αυτή είναι χωρίς ψυχή».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: «Η προσευχή στην ουσία της είναι συνομιλία και ένωση ανθρώπου και Θεού· στην ενέργειά της είναι διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με το Θεό, μητέρα των δακρύων αλλά και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτιών, γέφυρα πάνω από τους πειρασμούς, τείχος ανάμεσα σε μας και τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, μέλλουσα ευφροσύνη, απεριόριστη εργασία, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, προκοπή αόρατη, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, τσεκούρι που κόβει την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδας στο Θεό, λύτρωση από τη λύπη, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, περιορισμός του θυμού, καθρέφτης της προκοπής, φανέρωση της εκτάσεως της αρετής, φανέρωση της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψη των μελλόντων, σημείο δόξας. Η προσευχή γι' αυτόν που προσεύχεται πραγματικά, είναι δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα».
Και αλλού: «Η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωση από τον ορατό και αόρατο κόσμο». Και ο άγιος Νείλος λέει: «Αν έχεις πόθο να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν. Προσευχή είναι η ανύψωση του νου προς το Θεό. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή». Και αυτά έτσι είναι. Καιρός τώρα να μιλήσομε και για τη σωματική δίαιτα, για το βάρος, την ποσότητα και την ποιότητά της, με όση συντομία μπορούμε.
Κεφάλαιο 30
Η σωματική δίαιτα, πώς δηλαδή πρέπει να τρέφεται ο ησυχαστής.
30. Λέει η Γραφή: «Άνθρωπε, το ψωμί σου θα το τρως με το ζύγι και το νερό σου θα το πίνεις με μέτρο»(Ιεζ. 4, 10 -11), επειδή αυτά είναι αρκετά για να ζει ο κατά Θεόν αγωνιζόμενος. Αν δε δώσεις αίμα, λέει κάποιος, δεν πρόκειται να λάβεις πνεύμα. Λέει και ο μέγας Παύλος: «Ταλαιπωρώ σκληρά το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι σαν δούλο, μήπως, ενώ έχω κηρύξει σε άλλους, κριθώ ο ίδιος ακατάλληλος»(Α΄ Κορ. 9, 27).
Και ο θείος Δαβίδ: «Αδυνάτισαν τα γόνατά μου από τη νηστεία και η όψη μου αλλοιώθηκε με τη στέρηση του λαδιού»(Ψαλμ. 108, 24). Και ο Θεολόγος: «Με τίποτε άλλο δεν ευαρεστείται τόσο ο Θεός, όσο με την κακοπάθεια, και στα δάκρυα ανταποδίδει το έλεός Του».
Και ο άγιος Ισαάκ: «Όπως η μητέρα φροντίζει για το παιδί της, έτσι και ο Χριστός φροντίζει για σώμα που κακοπαθεί, και είναι πάντοτε κοντά στο σώμα αυτό. Σε κοιλιά γεμάτη δεν υπάρχει γνώση των μυστηρίων του Θεού. Όπως σ' εκείνους που σπέρνουν με δάκρυα ακολουθούν τα δεμάτια της αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 125, 5), έτσι ακολουθεί χαρά στην κακοπάθεια για το Θεό. Μακάριος όποιος έκλεισε το στόμα του σε κάθε τί το ηδονικό που τον χωρίζει από τον Κτίστη του».
Και αλλού: «Με μακρούς πειρασμούς από δεξιά και από αριστερά και αφού δοκίμασα τον εαυτό μου και στους δύο αυτούς τρόπους και δέχτηκα αμέτρητες πληγές από τον εχθρό και αξιώθηκα συχνά μεγάλη κρυφή βοήθεια από το Θεό, απέκτησα πείρα μέσα στα πολλά χρόνια και τη δοκιμασία, και με τη χάρη του Θεού έμαθα τούτα: ότι η βάση όλων των αγαθών και η ανάκληση της ψυχής από την αιχμαλωσία του εχθρού και ο δρόμος που οδηγεί στο φως και στη ζωή, είναι αυτοί οι δύο τρόποι· να περιορίσει κανείς τον εαυτό του σε ένα τόπο και να νηστεύει πάντοτε, να κανονίσει δηλαδή τον εαυτό του σοφά και συνετά έτσι που να έχει εγκράτεια της κοιλιάς, αμετακίνητη παραμονή στην ησυχία και αδιάλειπτη σχολή και μελέτη του Θεού.
Από εδώ προέρχεται η υποταγή των αισθήσεων· από εδώ η νήψη του νου· από εδώ εξημερώνονται τα άγρια πάθη που κινούνται μέσα στο σώμα· από εδώ προέρχεται η πραότητα των λογισμών από εδώ οι διάφορες φωτεινές κινήσεις της διάνοιας· από εδώ η σπουδή προς τα ιερά έργα της αρετής· από εδώ τα υψηλά και λεπτά νοήματα· από εδώ τα άμετρα δάκρυα που χύνονται κάθε ώρα και η μνήμη του θανάτου· από εδώ η καθαρή σωφροσύνη, η οποία απέχει ολότελα από κάθε φαντασία που πειράζει τη διάνοια· από εδώ η οξυδέρκεια και η οξύτητα της γνώσεως όσων βρίσκονται μακριά· από εδώ πηγάζουν τα βαθύτερα μυστικά νοήματα, τα οποία εννοεί η διάνοια με τη δύναμη των θείων λόγων και οι εσώτερες κινήσεις που γίνονται μέσα στην ψυχή και η διαφορά και η διάκριση των πονηρών πνευμάτων από τις αγγελικές Δυνάμεις, και των αληθινών οράσεων από τις μάταιες φαντασίες.
Από εδώ ο φόβος των οδών που κρύβει το πέλαγος της διάνοιας, ο οποίος κόβει τη ραθυμία και την αμέλεια, και η φλόγα του ζήλου η οποία καταπατεί κάθε κίνδυνο και ξεπερνάει κάθε φόβο, και η θέρμη η οποία καταφρονεί και σβήνει από τη διάνοια κάθε επιθυμία και προξενεί λησμοσύνη κάθε μνήμης των προσκαίρων που περνούν μαζί με τα άλλα.
Και με λίγα λόγια, από εδώ προέρχεται η ελευθερία του ανθρώπου του αληθινού και η χαρά της ψυχής και η ανάσταση και η ανάπαυση στη βασιλεία των ουρανών μαζί με το Χριστό. Αν όμως κανείς δείξει αμέλεια για τα δύο αυτά, ας γνωρίζει ότι δε ζημιώνει μόνο τον εαυτό του απ' όλα όσα είπαμε, αλλά κλονίζει και το θεμέλιο όλων των αρετών με την καταφρόνηση των δύο τούτων αρετών. Και όπως οι δύο αυτές αρετές μέσα στην ψυχή είναι αρχή και κεφαλή της θείας εργασίας, και θύρα και δρόμος προς τον Χριστό, αν τις φυλάει κανείς και επιμένει σ' αυτές, έτσι και αν τις εγκαταλείψει και αποσκιρτήσει από αυτές, καταντά στα δύο αντίθετα, δηλαδή να γυρίζει εδώ κι εκεί και να γαστριμαργεί ανεπίτρεπτα».
Και αλλού λέει: «Εκείνοι οι οποίοι στην αρχή του μοναχικού βίου τους είναι ράθυμοι και χαύνοι, δειλιάζουν και ταράζονται όχι μόνον ακούγοντας αυτούς τους αγώνες, αλλά κι από ήχο φύλλων των δένδρων, και νικιούνται από μικρή ανάγκη και από το φόβο της πείνας και από ελαφριά ασθένεια και απαρνούνται την άσκηση και γυρίζουν πίσω.
Οι αληθινοί όμως και άξιοι αγωνιστές δε χορταίνουν μήτε τα χόρτα και τα λάχανα, ούτε, αν και ζουν από ρίζες ξερών χόρτων, καταδέχονται να φάνε τίποτε πριν από την κανονισμένη ώρα, αλλά και κοιμούνται στο έδαφος ενώ το σώμα έχει ατονία και τρέμει και τα μάτια τους θολώνουν από την υπερβολική εξάντληση του σώματος.
Και αν ακόμη από την αδυναμία πλησιάσουν το θάνατο, ούτε τότε υποχωρούν ώστε να νικηθούν και να πέσουν, λόγω της ρωμαλέας προαιρέσεώς τους. Γιατί ποθούν και επιθυμούν να βιάσουν τον εαυτό τους για την αγάπη του Θεού, και προτιμούν να κοπιάζουν για την αρετή παρά να έχουν την πρόσκαιρη ζωή και κάθε ανάπαυση που αυτή προσφέρει.
Και όταν τους επιτεθούν οι πειρασμοί, περισσότερο χαίρονται, γιατί με αυτούς τελειοποιούνται, δηλαδή γίνονται τέλειοι. Ούτε πάλι από τους μεγάλους κόπους που δοκιμάζουν κλονίζονται καθόλου στην αγάπη του Θεού, αλλά έως ότου φύγουν από τη ζωή είναι πρόθυμοι να δεχτούν με γενναιότητα τους πειρασμούς και δεν τους αποφεύγουν, γιατί με αυτούς γίνονται τέλειοι».
Αυτούς λοιπόν και τους ομοίους τους ακολουθώντας κι εμείς, αλλά και πειθαρχώντας σ' Εκείνον που είπε: «Βάδιζε τη βασιλική οδό και μην παρεκκλίνεις δεξιά ή αριστερά»(Αρ. 20, 17), σου προβάλλομε έναν τύπο και κανόνα μεσότητας, ο οποίος περιλαμβάνει τον παρακάτω όρο.
Κεφάλαιο 31
Πώς πρέπει να τρέφεται ο αγωνιζόμενος τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή.
31. Τρεις ημέρες την εβδομάδα, τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, τρώγε πάντοτε το απόγευμα, δηλαδή μιά φορά την ημέρα. Να τρως έξι ουγγιές ψωμί, ξηρά τροφή με εγκράτεια, και νερό έως τρία ή τέσσερα ποτήρια αν θέλεις, ακολουθώντας τον 69ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων που παραγγέλλει: «Αν ένας επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή αναγνώστης ή ψάλτης δε νηστεύει την αγία Τεσσαρακοστή του Πάσχα ή την Τετάρτη ή την Παρασκευή, να καθαιρείται, εκτός αν εμποδίζεται από σωματική ασθένεια. Αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται». Η νηστεία της Δευτέρας βέβαια καθορίστηκε αργότερα από τους θείους Πατέρες.
Κεφάλαιο 32
Πώς πρέπει να τρέφεσαι την Τρίτη και την Πέμπτη.
32. Την Τρίτη και την Πέμπτη τρώγε δύο φορές την ημέρα. Και στο γεύμα να τρως έξι ουγγιές ψωμί και φαγητό μαγειρευτό με εγκράτεια και λίγη ξηρά τροφή. Να πίνεις και κρασί νερωμένο, αν χρειάζεσαι, μέχρι τρία ή τέσσερα ποτήρια. Το βράδυ, τρεις ουγγιές ψωμί και λίγη ξηρά τροφή ή τίποτε φρούτα, και κρασί ανακατωμένο με νερό ένα ποτήρι ή το πολύ δύο, αν διψάς πολύ· γιατί πολύ βοηθεί η δίψα στα δάκρυα μαζί με την αγρυπνία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Η δίψα και η αγρυπνία πίεσαν την καρδιά· και με την πίεση αυτή η καρδιά ανάβλυσε δάκρυα».
Και ο άγιος Ισαάκ: «Δίψασε για το Θεό, για να σε χορτάσει με την αγάπη Του». Αν όμως προτιμάς και αυτές τις δύο ημέρες να τρως μία φορά, θα πράξεις άριστα, αφού η νηστεία και η εγκράτεια είναι πρώτη και μητέρα και ρίζα και πηγή και θεμέλιο όλων των καλών. Λέει και κάποιος εθνικός: «Διάλεξε βίο άριστο, και η συνήθεια θα τον κάνει γλυκύ».
Και ο Μέγας Βασίλειος: «Όπου υπάρχει προαίρεση, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο».
Και άλλος θεοφόρος Πατέρας λέει: «Αρχή της καρποφορίας είναι το άνθος, και αρχή της πρακτικής η εγκράτεια».
Αλλά αυτά και τα παρακάτω ίσως φανούν δύσκολα σε μερικούς, ακόμη και αδύνατα. Εκείνος όμως που συλλογίζεται τον καρπό που προέρχεται από αυτά και έχει στο νου του τί μεγάλη δόξα γεννούν, θα τα κρίνει εύκολα και με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και με τη δική του επιμέλεια κατά το δυνατόν, θα διακηρύξει και με λόγια και με έργα ότι είναι ευκολότατα και θα επιβεβαιώσει την αλήθεια τους.
Λέει και ο άγιος Ισαάκ: «Ψωμί φτωχικό από τραπέζι αγνού ανθρώπου, εξαγνίζει από κάθε πάθος την ψυχή όποιου το τρώει. Από το τραπέζι εκείνων που νηστεύουν και αγρυπνούν και κοπιάζουν εν Κυρίω, πάρε για τον εαυτό σου φάρμακο ζωής και σήκωσε την ψυχή σου από τη νέκρωσή της· γιατί ο Αγαπημένος κάθεται ανάμεσά τους και αγιάζει τις τροφές, και την πικρία της κακοπάθειάς τους τη μεταβάλλει στην ανείπωτη γλυκύτητά Του, ενώ οι πνευματικοί και επουράνιοι υπηρέτες Του επισκιάζουν αυτούς και τις άγιες τροφές τους. Η ευωδία του νηστευτή είναι γλυκύτατη και η συνάντησή του ευφραίνει τις καρδιές εκείνων που έχουν διάκριση. Είναι αγαπητός στο Θεό ο τρόπος ζωής του εγκρατούς».
Κεφάλαιο 33
Πώς πρέπει να τρέφεσαι το Σάββατο. Για τις αγρυπνίες, και πώς πρέπει να τρως κατ' αυτές.
33. Κάθε Σάββατο, πλην του Μεγάλου, πρέπει να τρως δύο φορές, όπως ορίσαμε για την Τρίτη και την Πέμπτη. Τούτο για τη διάταξη των ιερών Κανόνων και επειδή πρέπει να κάνεις αγρυπνία όλες τις Κυριακές του χρόνου, εκτός από της Τυροφάγου ή αν υπάρχει κοντά αγρυπνία των μεγάλων δεσποτικών εορτών ή κανενός πολύ μεγάλου Αγίου, οπότε να κάνεις εκείνη και να αφήσεις την αγρυπνία της Κυριακής.
Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, να τρως δύο φορές τα Σάββατα. Είναι ωφέλιμο να βιάζεις πάντοτε τον εαυτό σου στην εργασία της νυκτερινής αγρυπνίας. Γι' αυτό αν τύχει αγρυπνία μέσα στην εβδομάδα, είναι πάρα πολύ ωφέλιμο να κάνεις και την αγρυπνία της Κυριακής, και θα επακολουθήσει για σένα αμέσως μεγάλο κέρδος. Ή μάλλον, όπως λέει η Γραφή, έτσι θ' ανατείλει πρώιμα το φως σου και θα φανεί γρήγορα μπροστά σου η υγεία σου(Ησ. 58, 8).
Ο άγιος Ισαάκ επίσης λέει: «Σε κάθε αγώνα κατά της αμαρτίας και της επιθυμίας η αρχή είναι ο κόπος της αγρυπνίας και της νηστείας, και μάλιστα για κείνον που πολεμά εναντίον της αμαρτίας που είναι μέσα μας. Και αυτό είναι το σημάδι του μίσους της αμαρτίας και της επιθυμίας της σ' όσους παλεύουν σ' αυτόν τον αόρατο πόλεμο. Όλες σχεδόν οι προσβολές των παθών αρχίζουν να ελαττώνονται με τη νηστεία.
Κοντά σ' αυτήν, η νυκτερινή αγρυπνία βοηθά στην άσκηση. Εκείνος που σε όλη του τη ζωή αγαπά τη συντροφιά αυτού του ζεύγους, γίνεται φίλος της σωφροσύνης. Όπως αρχή όλων των κακών είναι η ικανοποίηση της κοιλιάς, καθώς και η αποχαύνωση από τον ύπνο η οποία ανάβει την επιθυμία της πορνείας, έτσι ο άγιος δρόμος του Θεού και το θεμέλιο κάθε αρετής είναι η νηστεία και η αγρυπνία και η εγρήγορση κατά τη λατρεία του Θεού».
Και πάλι: «Στην ψυχή που στιλβώθηκε με τη μνήμη του Θεού και την ακοίμητη αγρυπνία νύχτα και ημέρα, εκεί ο Κύριος για ασφάλειά της βάζει νεφέλη να τη σκεπάζει την ημέρα και πύρινο στύλο να τη φωτίζει τη νύχτα(Εξ. 13, 21-22) και φως θα λάμψει μέσα στο πυκνό σκοτάδι της».
Ακόμη: «Διάλεξε για τον εαυτό σου εργασία τρυφής, τη συνεχή δηλαδή αγρυπνία τις νύχτες, με την οποία οι Πατέρες ξεντύθηκαν τον παλαιό άνθρωπο και αξιώθηκαν να ανακαινιστεί ο νους τους. Αυτές τις ώρες αισθάνεται η ψυχή την αθάνατη εκείνη ζωή· και με την αίσθηση αυτή αποβάλλει το σκότος των παθών και δέχεται το Άγιο Πνεύμα».
Και πάλι: «Τίμησε την εργασία της αγρυπνίας για να βρει η ψυχή σου παρηγοριά. Μη νομίσεις, άνθρωπε, ότι σε όλη την πνευματική εργασία των μοναχών υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από τη νυκτερινή αγρυπνία. Μοναχό που μένει στην αγρυπνία με διάκριση του νου του, μην τον νομίσεις ότι είναι από σάρκα· αυτό το έργο αληθινά χαρακτηρίζει τους Αγγέλους. Ψυχή που κοπιάζει στην αγγελική εργασία της αγρυπνίας, θ' αποκτήσει μάτια χερουβικά που θα ατενίζουν διαρκώς και θα βλέπουν την επουράνια θεωρία».
Να περνάς τις αγρυπνίες σου με προσευχή, ψαλμωδία και ανάγνωση, καθαρά, αρρέμβαστα και με κατάνυξη, μόνος ή με αγαπητή και ομότροπη συνοδία. Ύστερα από κάθε αγρυπνία, να ενισχύεις λίγο το σώμα σου από τον κόπο με φαγητό και ποτό όπως στο δείπνο. Ήτοι, φάγε τρεις ουγγιές ψωμί και κάποιο ξερό προσφάγι, όσο χρειάζεσαι, πιες και κρασί με νερό τρία ποτήρια. Πρόσεξε μήπως σε ημέρα νηστείας που έχει αγρυπνία καταλύσεις λόγω της αγρυπνίας πριν από την ενάτη. Και το ένα δηλαδή πρέπει να κάνεις, αλλά και το άλλο να μην το αφήσεις(Ματθ. 23, 23). Γιατί την ενίσχυση του σώματος λογικά ορίστηκε να την κάνεις μετά την αγρυπνία.
Κεφάλαιο 34
Πώς πρέπει να τρως τις Κυριακές. Διάφορα άλλα ζητήματα. Επίσης περί κόπου και ταπεινώσεως.
34. Τις Κυριακές όλες να τρως δύο φορές, όπως τα Σάββατα. Αυτός ο κανόνας να τηρείται ακριβώς, εκτός αν είσαι ασθενής. Βέβαια είναι και ημέρες που οι Πατέρες έχουν αφήσει ελεύθερες από νηστεία, από μακρά συνήθεια ή από νεώτερες αιτίες, είτε ιερές είτε όχι*. Αυτές λοιπόν τις ημέρες ούτε μόνο μιά φορά τρώμε, ούτε μόνο ξηροφαγία, αλλά τρώμε απ' όλα τα χρήσιμα και επιτρεπόμενα, και χορταρικά, με εγκράτεια βέβαια και με την ορισμένη ποσότητα. Γιατί το άριστο είναι η εγκράτεια σε όλα.
Στις σωματικές ασθένειες όμως, όπως είπαμε, ας τρώμε χωρίς ντροπή απ' όλα τα χρήσιμα και νόμιμα που δυναμώνουν το σώμα. Γιατί οι θείοι Πατέρες δίδαξαν να σκοτώνομε τα πάθη και όχι το σώμα. Επίσης είναι εύλογο, απ' όλα όσα εγκρίνονται, δηλαδή απ' όσα επιτρέπονται στους μοναχούς, να τρως λίγο, για να δοξάζεις και να ευχαριστείς το Θεό και να αποφεύγεις την υπερηφάνεια. Να αποστρέφεσαι τα περιττά.
Γιατί η έλλειψη των πραγμάτων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, διδάσκει τον άνθρωπο την εγκράτεια και χωρίς να θέλει· με την αφθονία και την ελευθερία σ' αυτά δεν μπορούμε να κρατήσομε τον εαυτό μας. Μην αγαπήσεις τη σωματική ανάπαυση· γιατί, κατά τον άγιο Ισαάκ, η ψυχή που αγαπά το Θεό, βρίσκει την ανάπαυσή της μόνο στο Θεό. Καλύτερα, μαζί με τον κόπο και την κακοπάθεια, διάλεγε την ταπείνωση. Γιατί ο κόπος και η ταπείνωση, γράφει κάποιος Άγιος, κερδίζουν τον Ιησού.
--------
*Αναφέρεται στις ημέρες ή και εβδομάδες μεγάλων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα, Πεντηκοστής κλπ.) που λόγω της αντίστοιχης εορτής έχουν κατάλυση. Αλλά και στην εβδομάδα μετά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, στην οποία έχει οριστεί κατάλυση για λόγους αντιαιρετικούς.
Κεφάλαιο 35
Πώς πρέπει να τρως και να πράττεις τις άγιες Τεσσαρακοστές και μάλιστα τη Μεγάλη.
35. Όσον αφορά στη διατροφή, ίσως και τη ζωή σου όλη κατά τις άγιες Τεσσαρακοστές, νομίζομε περιττό να εξηγήσομε λεπτομερώς και ιδιαιτέρως.
Όπως έχει προσδιοριστεί να κάνεις όταν τηρείς την ενάτη, έτσι πρέπει να κάνεις και στις άγιες Τεσσαρακοστές, εκτός από τα Σάββατα και τις Κυριακές. Και αν είναι δυνατό, με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και προσοχή, και μάλιστα την αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή είναι η δεκάτη όλου του χρόνου και προσφέρει στους κατά Χριστόν Ιησού νικητές τα βραβεία των αγώνων κατά τη δεσποτική και θεία και λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως.
Κεφάλαιο 36
Η διάκριση. Η εργασία με μέτρο είναι ανεκτίμητη. Η υποταγή.
36. Πλην όμως και αυτά τα παραπάνω και τα όμοια με αυτά, πρέπει να τα εφαρμόζεις με ακριβή διάκριση, για χάρη της αρμονικής και ειρηνικής συνυπάρξεως του σώματος και της ψυχής.
Όπως λέει η Γραφή: «Με σοφία οικοδομείται το σπίτι, με τη σύνεση προοδεύει και με την ορθή γνώση γεμίζουν οι αποθήκες του από κάθε καλό και πολύτιμο πλούτο»(Παροιμ. 24, 3-4).
Και ο θείος Θαλάσσιος γράφει: «Η ένδεια και η στέρηση που συνοδεύεται με λόγο και διάκριση, είναι η βασιλική οδός. Έτσι, η χωρίς διάκριση ταλαιπωρία ή η χωρίς λόγο συγκατάβαση είναι ασύμφορα, γιατί και τα δύο γίνονται αντίθετα στο λόγο».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Στη χαλάρωση των μελών επακολουθεί η διάχυση και η σύγχυση των λογισμών. Την υπερβολική εργασία ακολουθεί η ακηδία, και αυτήν η διάχυση των λογισμών. Διαφέρει η πρώτη διάχυση από τη δεύτερη. Γιατί στην πρώτη ακολουθεί ο πόλεμος της πορνείας, ενώ στη δεύτερη, η εγκατάλειψη του ησυχαστηρίου και η μετακίνηση από τόπο σε τόπο. Η μετρημένη όμως και κοπιαστική εργασία είναι ανεκτίμητη. Η ελάττωσή της πληθαίνει την ηδονή, ενώ η υπερβολή, τη διάχυση».
Και ο μέγας Μάξιμος γράφει: «Μην έχεις όλη σου την επιμέλεια στη σάρκα, αλλά όρισέ της την άσκηση που αντέχει, και στρέψε όλο το νου σου στο εσωτερικό σου. Γιατί η σωματική γύμναση λίγο ωφελεί, ενώ η ευσέβεια είναι ωφέλιμη σε όλα(Α΄ Τιμ. 4, 8)».
Αν όμως η σάρκα τραβά τη ζυγαριά προς το μέρος της και τυραννεί και βαραίνει και σέρνει την ψυχή σε άτακτες και ψυχοφθόρες τάσεις και κινήσεις, όπως έχει γραφεί: «Η σάρκα επιθυμεί αντίθετα με το πνεύμα και το πνεύμα αντίθετα με τη σάρκα»(Γαλ. 5, 17), τότε εσύ βάλε της το χαλινάρι της εγκράτειας και νέκρωσέ την, μέχρις ότου γίνει ευπειθής και χωρίς να θέλει και υποταχθεί στο ανώτερο, στην ψυχή.
Έχε στο νου σου τα λόγια του μεγάλου Παύλου: «Όσο ο εξωτερικός άνθρωπος φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός ανανεώνεται μέρα τη μέρα»(Β΄ Κορ. 4, 16), και του αγίου Ισαάκ: «Άφησε καλύτερα να πεθάνεις στους αγώνες, παρά να ζεις με αμέλεια. Δεν είναι μάρτυρες μόνον εκείνοι που δέχτηκαν το θάνατο για την πίστη στο Χριστό, αλλά κι εκείνοι που πεθαίνουν για την τήρηση των εντολών Του. Και για μας είναι καλύτερο να πεθάνομε αγωνιζόμενοι, παρά να ζήσομε στην αμαρτία».
Και προπάντων να τα πράττεις όλα με τη γνώμη και την ερώτηση του κατά Θεόν πνευματικού σου πατέρα. Γιατί έτσι, με τη χάρη του Χριστού, και τα βαριά και ανηφορικά θα γίνουν ελαφρά και θα σου φανεί πως τρέχεις σε κατηφοριά. Αλλά ας ξαναγυρίσομε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε.
Κεφάλαιο 37
Πώς πρέπει ο αγωνιζόμενος να περνά το διάστημα μετά το γεύμα ως τη δύση τον ηλίου. Πρέπει να πιστεύομε πως ανάλογα με τον κόπο και το μέτρο της εργασίας μας, μας δίνονται τα θεία χαρίσματα.
37. Αφού γευματίσεις όπως πρέπει σε αγωνιστή, και σύμφωνα με τον θείο Παύλο που παραγέλλει να τηρεί ο αγωνιζόμενος εγκράτεια σε όλα(Α΄ Κορ. 9, 25), να διαβάσεις καθιστός αρκετά, και κυρίως τα νηπτικά συγγράμματα των Πατέρων. Έπειτα κοιμήσου μία ώρα, αν είναι μεγάλες οι μέρες. Στη συνέχεια σήκω και απασχολήσου λίγο με το εργόχειρό σου, κρατώντας και την ευχή. Κατόπιν να κάνεις προσευχή όπως προείπαμε, να διαβάσεις, να μελετήσεις και να φροντίζεις να ταπεινωθείς και να έχεις τον εαυτό σου κάτω απ' όλους τους ανθρώπους.
Γιατί λέει η Γραφή: «Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί»(Λουκ. 14, 11), και: «Όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά, ας κοιτάξει μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12), και: «Ο Κύριος εναντιώνεται στους υπερήφανους, δίνει όμως τη χάρη Του στους ταπεινούς»(Ιακ. 4, 6), και: «Αρχή της υπερηφάνειας είναι να μη γνωρίζεις τον Κύριο»(Σ. Σειρ. 10, 12), και: «Άνθρωποι υπερήφανοι παρανομούσαν ασυγκράτητα»(Ψαλμ. 118, 51), και: «Μην υψηλοφρονείτε, αλλά να εξομοιώνεστε με τους ταπεινούς»(Ρωμ. 12, 16).
Και ο θείος Χρυσόστομος λέει: «Εκείνος είναι που γνωρίζει κατεξοχήν τον εαυτό του, όποιος νομίζει ότι δεν είναι τίποτε. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι τόσο αγαπητό στο Θεό, όσο το να λογαριάζεις τον εαυτό σου μαζί με τους τελευταίους».
Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Στους ταπεινόφρονες φανερώνονται τα μυστήρια. Όπου φυτρώνει η ταπείνωση, εκεί αναβλύζει η δόξα του Θεού. Μπροστά από τη χάρη τρέχει η ταπείνωση, μπροστά από την παιδαγωγική τιμωρία, η οίηση».
Και ο άγιος Βαρσανούφιος λέει: «Αν θέλεις πράγματι να σωθείς, άκουσε και πράξε· μην πατάς πιά τα πόδια σου στη γη και ανύψωσε το νου σου στον ουρανό, και τα εκεί να μελετάς νύχτα και ημέρα. Προσπάθησε να καταφρονηθείς όσο μπορείς· πάλεψε να δεις τον εαυτό σου κάτω από κάθε άνθρωπο. Αυτή είναι η αληθινή οδός, εκτός από αυτή άλλη δεν υπάρχει για εκείνον που θέλει να σωθεί με τη χάρη του Χριστού που τον δυναμώνει(Φιλιπ. 4, 13). Ας τρέχει εκείνος που θέλει, ας τρέχει, ας τρέχει για να πετύχει το σκοπό του. Δίνω τη μαρτυρία αυτή ενώπιον του ζώντος Θεού, ο οποίος ποθεί να χαρίσει ζωή αιώνια σε καθένα που θέλει».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Δε νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα στο έδαφος, αλλά ταπεινώθηκα και ο Κύριος με έσωσε σύντομα(Ψαλμ. 114, 6)». Πριν από κάθε άλλο, να επιδιώκεις το «αψήφιστο», δηλαδή να μη σε λογαριάζει κανένας, όπως λέει ο άγιος Βαρσανούφιος: «Το να μην έχεις μέριμνα για κανένα πράγμα, σε κάνει να πλησιάσεις την πόλη. Το να σε αψηφήσει κάθε άνθρωπος, σε κάνει να κατοικήσεις την πόλη. Και το να πεθάνεις για κάθε άνθρωπο, σε κάνει να κληρονομήσεις την πόλη και τους θησαυρούς της. Αν θέλεις να σωθείς, φύλαξε το "αψήφιστο" και τρέχα γι' αυτό που επιδιώκεις».
Κι αυτό το «αψήφιστο» πάλι, κατά τον όσιο Ιωάννη, μαθητή του αγίου Βαρσανουφίου, είναι το να μην εξισώνεις τον εαυτό σου με κανένα και να μην πεις για οποιοδήποτε καλό έργο ότι και εγώ το έκανα αυτό. Έπειτα κάθισε πάλι και προσευχήσου καθαρά και αρρέμβαστα, ώσπου να έρθει το βράδυ. Τότε ψάλε τον συνηθισμένο εσπερινό και κάνε απόλυση. Και να πιστεύεις ειλικρινά ότι ο Θεός μάς επιβραβεύει με την απονομή και την ανακήρυξη των δωρεών και των επάθλων και την παρηγοριά Του ανάλογα με τον κόπο και την οδύνη μας για την αρετή και κατά το μέτρο της εργασίας μας, σύμφωνα με τα λόγια του ιερού Ψαλμωδού: «Ανάλογα με το πλήθος των οδυνών μου, οι παρηγοριές Σου εύφραναν την ψυχή μου»(Ψαλμ. 93, 19).
Λέει και ο Σωτήρας: «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω»(Ματθ. 11, 28).
Και ο μέγας Παύλος: «Αν πάσχομε μαζί με το Χριστό, μαζί Του και θα δοξαστούμε. Πιστεύω ότι δεν είναι αντάξια τα παθήματα της ζωής αυτής με τη δόξα που μέλλει να μας φανερωθεί»(Ρωμ. 8, 17-18).
Λέει και ο σοφός στα θεία Μάξιμος: «Αιτία της διανομής των θείων αγαθών είναι το μέτρο της πίστεως καθενός. Στο μέτρο δηλαδή που πιστεύομε, έχομε και την προθυμία να πράττομε. Εκείνος λοιπόν που πράττει τα καλά, κατά την αναλογία της πράξεώς του δείχνει το μέτρο της πίστεώς του, και δέχεται όσο πίστεψε το μέτρο της χάρης.
Εκείνος πάλι που δεν πράττει, ανάλογα με την απραξία δείχνει το μέτρο της απιστίας του, και δέχεται όσο απίστησε τη στέρηση της χάρης. Ο φθονερός λοιπόν πράττει κακώς που φθονεί τους άλλους για τα κατορθώματά τους, αφού σαφώς από αυτόν εξαρτάται και από κανέναν άλλο η επιλογή να πιστεύει και να πράττει και ανάλογα με την πίστη του να δεχτεί και τη χάρη».
Να ζητούμε ακόμη ολόψυχα να μείνομε πιστοί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, και μάλιστα τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και να δώσομε καλή απολογία όταν σταθούμε στο φοβερό βήμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Κεφάλαιο 38
Η καθαρή προσευχή είναι ανώτερη από κάθε εργασία.
38. Κοντά σ' αυτά, να γνωρίζεις αδελφέ και τούτο· κάθε μέθοδος και κάθε κανόνας, κι αν θέλεις, και κάθε διαφορετική πράξη, έχει οριστεί και κανονιστεί, επειδή δεν μπορούμε ακόμη εμείς να προσευχόμαστε μέσα στην καρδιά μας καθαρά και αρρέμβαστα. Όταν όμως το κατορθώσομε αυτό, με την εύνοια και τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τότε αφού εγκαταλείψομε τα πολλά και ποικίλα που διαιρούν, ενωνόμαστε με το Ένα και ενιαίο και ενωτικό κατά τρόπο άμεσο και πάνω από κάθε λόγο, όπως λέει ο ένδοξος Θεολόγος: «Ο Θεός που ενώνεται και γνωρίζεται στους ανθρώπους που έγιναν κι αυτοί θεοί κατά χάρη».
Αυτό είναι η ενυπόστατη έλλαμψη μέσα στην καρδιά από το Άγιο Πνεύμα, η οποία γεννιέται, όπως είπαμε, από την καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή. Αυτό όμως είναι σπάνιο και μόλις ένας στους χίλιους καταξιώνεται με τη χάρη του Χριστού να προκόψει σ' αυτή την κατάσταση.
Το να περάσει κανείς κι αυτή την κατάσταση και να αξιωθεί την πνευματική προσευχή και να επιτύχει την αποκάλυψη των μυστηρίων του μέλλοντος αιώνος, αυτό είναι κατόρθωμα πάρα πολύ λίγων που βρίσκονται ένας σε κάθε γενιά, με την εύνοια της χάρης, όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ: «Όπως ανάμεσα σε μυριάδες ανθρώπων μόλις ένας βρίσκεται που εκπλήρωσε τις εντολές και τα νόμιμα ανελλιπώς σχεδόν κι έφτασε στην καθαρότητα της ψυχής, έτσι είναι ένας στους χίλιους που αξιώθηκε να φτάσει με μεγάλη προσοχή στην καθαρή προσευχή και να σπάσει αυτό το όριο και να επιτύχει εκείνο το μυστήριο.
Γιατί δεν είναι καθόλου πολλοί όσοι αξιώθηκαν την καθαρή προσευχή, αλλά λίγοι. Αυτός όμως που έφτασε στο μυστήριο εκείνο, το έπειτα και πέρα από την καθαρή προσευχή, μόλις βρίσκεται ένας σε κάθε γενιά με τη χάρη του Χριστού».
Και παρακάτω: «Κι αν μόλις προσεύχεται κανείς με καθαρότητα, τί να πούμε για την πνευματική προσευχή; Κάθε πνευματική προσευχή έχει ελευθερωθεί από κάθε κίνηση. Και η προσευχή που κλίνει σε κάτι, είναι κατώτερη από την πνευματική».
Γι' αυτό και συ, αν θέλεις να αξιωθείς εν Χριστώ Ιησού αυτά τα καινούργια μυστήρια στο έργο και στην πράξη, δηλαδή με την ίδια την πείρα, σε κάθε καιρό και κάθε ώρα και εργασία σου βίαζε τον εαυτό σου να φτάσεις να προσεύχεσαι μέσα στην καρδιά σου καθαρά κι αρρέμβαστα.
Για να προκόψεις έτσι, από νήπιο που θηλάζει, σε άνδρα τέλειο με πλήρη πνευματική ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13) και να επιτύχεις το μακαρισμό και την ανακήρυξή σου σε πιστό και φρόνιμο οικονόμο(Λουκ. 12, 42), γιατί διαχειρίζεσαι με κρίση τους λόγους σου(Ψαλμ. 111, 5-6), δηλαδή ενεργείς σύμφωνα με τη λογική.
Γι' αυτό και δε θα κλονιστείς στον αιώνα, όπως γράφει γι' αυτό ο άγιος Φιλήμων: «Αδελφέ, είτε νύχτα είτε ημέρα σε αξιώσει ο Θεός να προσευχηθείς απερίσπαστα με καθαρό νου, μην περιοριστείς στον κανόνα σου, αλλά με όση δύναμη έχεις να επεκτείνεσαι στην προσευχή και να αφοσιώνεσαι στο Θεό. Και Αυτός φωτίζει την καρδιά σου ποιά πνευματική εργασία να κάνεις». Και κάποιος από τους φωτισμένους με τη σοφία του Θεού Αγίους είπε: «Αν θέλεις να παραστέκεσαι με το σώμα σου σαν ασώματος μπροστά στο Θεό, απόκτησε προσευχή αδιάλειπτη, κρυμμένη μέσα στην καρδιά σου, και τότε γίνεται προ του θανάτου η ψυχή σου σαν άγγελος». Παρόμοια και ο άγιος Ισαάκ, όταν τον ερώτησε κάποιος ποιο είναι το γενικό περιεχόμενο όλων των κόπων αυτού του έργου, δηλαδή της ησυχίας, ώστε φτάνοντας το να μάθει ότι έφτασε την τελειότητα της ησυχίας, αποκρίθηκε: «Όταν αξιωθεί κανείς να επιτύχει τη μόνιμη προσευχή.
Γιατί όταν φτάσει κανείς σε αυτή την προσευχή, έφτασε στο τέλος όλων των αρετών και γίνεται στο εξής κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αν δηλαδή κάποιος δε δέχθηκε πλήρως τη χάρη του Παρακλήτου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει με άνεση τη μονιμότητα της προσευχής αυτής. Όταν σε κάποιον κατοικήσει το Πνεύμα, αυτός δεν παύει πλέον από την προσευχή, γιατί είναι το ίδιο το Πνεύμα που πάντοτε προσεύχεται.
Και τότε η προσευχή δεν κόβεται από την ψυχή του ούτε στον ύπνο ούτε στην εγρήγορση· αλλά και όταν τρώει και όταν πίνει και κοιμάται και ό,τι και να κάνει, ακόμη και μέσα στον βαθύ του ύπνο, οι ευωδίες και οι ατμοί της προσευχής αναδίδονται από την καρδιά του χωρίς κόπο. Και δε χωρίζεται ποτέ από αυτόν η προσευχή· όλες τις ώρες, ακόμη κι αν φαίνεται εξωτερικά ότι παύει, μέσα του εργάζεται μυστικά η προσευχή.
Και αυτή η σιωπή των καθαρών ονομάζεται προσευχή από κάποιον Άγιο. Επειδή οι λογισμοί των ανθρώπων αυτών είναι θείες κινήσεις, και οι κινήσεις της καθαρής καρδιάς και διάνοιας είναι φωνές πράες με τις οποίες ψάλλουν μυστικά στο Θεό». Και πολλοί άλλοι θεοφόροι Πατέρες, μυσταγωγημένοι με την πείρα από τη θεία χάρη, έγραψαν πάρα πολλά τέτοια θαυμάσια, τα οποία παραλείπομε για να μη μακραίνομε το λόγο.
Κεφάλαιο 39
Ο αριθμός των γονυκλισιών του εικοσιτετραώρου.
39. Όσον αφορά στις γονυκλισίες, οι Πατέρες όρισαν τριακόσιες, τις οποίες οφείλομε να κάνομε κάθε εικοσιτετράωρο των πέντε ημερών της εβδομάδας. Γιατί το Σάββατο και την Κυριακή και σε άλλες καθιερωμένες ημέρες, και μάλιστα και εβδομάδες, για κάτι μυστικούς και απόρρητους λόγους, έχομε εντολή να σταματούμε τις γονυκλισίες. Υπάρχουν όμως κάποιοι που υπερβαίνουν και αυτόν τον αριθμό, ενώ μερικοί κάνουν και λιγότερες, ο καθένας κατά τη δύναμη και την προαίρεσή του. Και συ λοιπόν κάνε όσες μπορείς. Βέβαια είναι μακάριος, και μάλιστα πολλές φορές, εκείνος που βιάζει τον εαυτό του πάντοτε σε όλα τα έργα του Θεού. Γιατί η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με τη βία και την αρπάζουν αυτοί που βιάζουν τον εαυτό τους(Ματθ. 11, 12).
Κεφάλαιο 40
Η διανομή των θείων αγαθών δε γίνεται μόνο ανάλογα με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και με την κατάσταση, τη δεκτικότητα, την πίστη και τη φυσική μας διάθεση.
40. Ας ξέρομε λοιπόν και τούτο· ότι η διανομή των θείων δωρεών δεν γίνεται, όπως προείπαμε, ανάλογα μόνο με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και ανάλογα με την έξη της πολιτείας μας και τη δεκτικότητά μας, αλλά και κατά την πίστη μας σ' εκείνα που επιδιώκομε και τη φυσική μας διάθεση.
Και λέει ο άγιος Μάξιμος: «Ο νους είναι όργανο της σοφίας, ενώ το λογικό της γνώσεως. Η φυσική εσωτερική πληρότητα του νου και του λογικού είναι όργανο της πίστεως που συγκροτείται με τη σοφία και τη γνώση. Επίσης, όργανο του χαρίσματος των ιαμάτων είναι η φυσική φιλανθρωπία. Γιατί κάθε θεϊκό χάρισμα έχει μέσα μας το επιτήδειο και κατάλληλο δεκτικό του όργανο, ως δύναμη ή έξη ή διάθεση. Παράδειγμα, εκείνος που καθάρισε το νου του απ' όλες τις αισθητές φαντασίες, δέχεται σοφία.
Εκείνος που έκανε το λογικό του κυρίαρχο των εμφύτων παθών, δηλαδή του θυμού και της επιθυμίας, δέχεται γνώση. Εκείνος που έχει στο νου και το λογικό του την ακλόνητη πεποίθηση στο Θεό, δέχεται την πίστη που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι εκείνος που κατόρθωσε τη φυσική φιλανθρωπία, αφού ξερίζωσε τελείως τη φιλαυτία του, δέχεται χαρίσματα ιαμάτων». Έτσι είναι αυτά.
Πρόσεξε ακόμη, να μη γνωρίζει κανείς την πνευματική σου εργασία, εκτός από το διδάσκαλο και οδηγό σου. Και να προσεύχεσαι για μας τους ανάξιους που λέμε αλλά δεν πράττομε το αγαθό, για να αξιωθούμε να κάνομε πρώτα εκείνα που αρέσουν στο Θεό και κατόπιν να λέμε στους άλλους και να τους συμβουλεύομε. Επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου, όποιος τηρήσει τις εντολές και διδάξει τους άλλους, αυτός θα ονομαστεί μέγας(Ματθ. 5, 19).
Εσένα πάλι, είθε ο παντοκράτωρ και πανεύσπλαχνος Κύριος να σε ενισχύσει και να σε βοηθήσει να ακούς με σύνεση αυτά που γράφομε και να τα πράττεις με πόθο. Γιατί δεν είναι δικαιωμένοι ενώπιον του Θεού όσοι άκουσαν το νόμο, αλλά όσοι τον φύλαξαν, όπως λέει ο θείος Παύλος(Ρωμ. 2, 13). Και είθε να σε κατευθύνει σε κάθε έργο αγαθό και σωτήριο και να σε χειραγωγήσει με τη βοήθεια του Πνεύματος στη νοερή και ιερή εργασία με τις ευχές των Αγίων. Αμήν.
Επειδή όμως έχομε πει προηγουμένως λίγα περί πρακτικής διακρίσεως, είναι τώρα ευκαιρία να κάνομε σύντομα λόγο και για την καθολική και τελειότατη διάκριση, όσο μπορούμε, αφού η αρετή αυτή είναι μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, σύμφωνα με τους ένδοξους Πατέρες μας.
Κεφάλαιο 41
Η καθολική και τελειότατη διάκριση. Ποιος είναι αυτός που ζει παρά φύση και σαρκικά, ποιος ο κατά φύση και ψυχικά, και ποιος είναι που ζει υπέρ φύση και πνευματικά.
41. Εκείνος που ζει και ενεργεί σαρκικά και παρά φύση, έχασε εντελώς την ικανότητα της διακρίσεως. Εκείνος που έκανε αποχή από τα κακά και έβαλε αρχή να πράττει το αγαθό, κατά το ρητό: «Απομακρύνσου από το κακό και πράξε το αγαθό»(Ψαλμ. 33, 15), αυτός, ως αρχάριος και πρόθυμος ν' ακούσει διδασκαλία, αγγίζει λίγο κάποια αίσθηση διακρίσεως που αρμόζει σε αρχάριο.
Εκείνος που ζει κατά φύση και ψυχικά επειδή ενεργεί με τη σκέψη και ζει λογικά, ο οποίος και ονομάζεται μέσος, αυτός βλέπει και διακρίνει σύμφωνα με το δικό του μέτρο και εκείνα που αφορούν σ' αυτόν και εκείνα που αφορούν στους ομοίους του.
Εκείνος που ζει υπέρ φύση και πνευματικά, αυτός, επειδή ξεπέρασε τα όρια του εμπαθούς και του αρχαρίου και του μέσου και πρόκοψε με τη χάρη του Χριστού στην τελειότητα, δηλαδή στον ενυπόστατο φωτισμό και την τελειότατη διάκριση, βλέπει και διακρίνει τον εαυτό του καθαρότατα, αλλά και όλους τους βλέπει και τους διακρίνει καθαρά, ενώ ο ίδιος, αν και είναι ορατός, δε βλέπεται από κανένα, ούτε διακρίνεται, ούτε βέβαια εξετάζεται, καθώς αληθινά είναι και λέγεται πνευματικός, όχι με χαρτί και μελάνι, αλλά με πράξη και θεία χάρη, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Ο πνευματικός όλους τους εξετάζει, ο ίδιος όμως δεν εξετάζεται από κανένα»(Α΄ Κορ. 2, 15).
Κεφάλαιο 42
Συνέχεια για τη διάκριση με παράδειγμα.
42. Από τους παραπάνω ο πρώτος —ο σαρκικός— μοιάζει μ' εκείνον που βαδίζει σε βαθιά και άγρια νύχτα. Γι' αυτό και επειδή περιπλανιέται σε βαθύ σκοτάδι, όχι μόνο τον εαυτό του δε βλέπει και δε διακρίνει, αλλά ούτε και πού περπατά και πού πηγαίνει, όπως λέει ο Σωτήρας: «Όποιος περπατεί στο σκοτάδι, δεν ξέρει που πηγαίνει»(Ιω. 12, 35).
Ο δεύτερος —ο αρχάριος—, σαν να βαδίζει σε νύχτα με καθαρό ουρανό που φωτίζεται από τα άστρα. Γι' αυτό και φωτιζόμενος κάπως από τη λάμψη των αστεριών, βαδίζει σιγά - σιγά και σκοντάφτει σε πέτρες της αδιακρισίας και πέφτει. Αυτός λοιπόν βλέπει λίγο και τον εαυτό του και τον διακρίνει σαν μέσα στη σκιά, όπως λέει η Γραφή: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς και θα σε φωτίσει ο Χριστός»(Εφ. 5, 14).
Ο τρίτος —ο μέσος—, σαν να βαδίζει σε γαλήνια νύχτα με πανσέληνο· καθώς λοιπόν τον φωτίζει η λάμψη της σελήνης, βαδίζει κάπως πιό σταθερά και πηγαίνει μπροστά. Βλέπει επίσης τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη και διακρίνει εκείνους που βαδίζουν μαζί του, όπως έχει λεχθεί: «Καλά κάνετε και προσέχετε στο νόμο όπως σε λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, μέχρις ότου φωτίσει η μέρα και ανατείλει στις καρδιές σας ο αυγερινός»(Β΄ Πέτρ. 1, 19).
Ο τελευταίος —ο τέλειος και πνευματικός— είναι σαν να περπατά στο καθαρότατο καταμεσήμερο που καταφωτίζεται από τις δυνατές ηλιακές ακτίνες. Αυτός και τον εαυτό του βλέπει καθαρά με το ηλιακό φως και τον διακρίνει, και καταλαβαίνει τους περισσότερους, ή μάλλον όλους, κατά τον θείο Απόστολο(Α΄ Κορ. 2, 15).
Ακόμη βέβαια και όλα οσαδήποτε συναντά με οποιοδήποτε τρόπο· και ο ίδιος βαδίζει χωρίς να λαθεύει, κι εκείνους που τον ακολουθούν τους οδηγεί απρόσκοπτα προς το αληθινό φως και τη ζωή και την αλήθεια. Γι' αυτούς έχει γραφεί: «Εσείς είστε το φως του κόσμου»(Ματθ. 5, 14).
Λέει και ο θείος Παύλος ότι «ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού»(Β΄ Κορ. 4, 6).
Και ο μακάριος Δαβίδ λέει: «Έλαμψε πάνω μας το φως του προσώπου Σου, Κύριε»(Ψαλμ. 4, 7), και: «Με το δικό Σου φως θα δούμε φως»(Ψαλμ. 35, 10). Και ο Κύριος: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου· εκείνος που με ακολουθεί, δε θα περπατά μέσα στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής»(Ιω. 8, 12).
Κεφάλαιο 43
Η μεταβολή και αλλοίωση του καθενός και η υπερβολική δόξα της ταπεινώσεως.
43. Θέλομε να γνωρίζεις και τούτο, ότι κι εκείνοι που έφτασαν στην τελειότητα με την κάθαρση και το φωτισμό όσο μπόρεσαν (γιατί δεν υπάρχει τέλεια τελειότητα σ' αυτόν τον ατελή αίώνα αλλά μάλλον "άτέλεστη τελειότητα"), να ξέρεις λοιπόν ότι και αυτοί δεν είναι πάντοτε αναλλοίωτοι, λόγω της φυσικής αδυναμίας και της οιήσεως που κάποτε εισχωρεί κρυφά.
Παθαίνουν δηλαδή και αλλοιώσεις και απάτες για δοκιμασία τους. Και τότε όμως δέχονται μεγαλύτερη βοήθεια από το Θεό. Ό,τι γίνεται αντίθετα μ' αυτά, οι Πατέρες το ονομάζουν μερίδιο των λύκων. Γιατί το αμετάβλητο και το αναλλοίωτο είναι φυλαγμένα για τον μέλλοντα αιώνα. Στον παρόντα όμως αιώνα, άλλοτε είναι καιρός καθαρότητας, ειρήνης και θείας παρηγοριάς, κι άλλοτε συγχύσεως και ζάλης και σκυθρωπότητας.
Και αυτό πάλι ανάλογα με το μέτρο της πολιτείας και της προκοπής του καθενός και για λόγους που γνωρίζει μόνον ο Κύριος, αλλά βέβαια και για να έχομε από αυτό τεκμήριο για την αδυναμία μας. Γιατί λέει: «Μακάριος ο άνθρωπος που γνωρίζει την αδυναμία του»(Ιώβ 37, 7), και ο Παύλος: «Να μην έχομε πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά στο Θεό που ανασταίνει τους νεκρούς»(Β΄ Κορ. 1, 9). Κι έτσι πάντοτε να καταφεύγομε στο Θεό με ταπείνωση και μετάνοια και εξομολόγηση. Ο άγιος Ισαάκ λέει: «Πόσες φορές μερικοί δεν παραβαίνουν τις εντολές του Θεού και θεραπεύουν τις ψυχές τους με τη μετάνοια και η χάρη τους δέχεται! Γιατί σε όλη τη λογική φύση χωρίς εξαίρεση υπάρχει μεταβολή, όπως και κάθε άνθρωπος περνά διάφορες αλλοιώσεις κάθε ώρα, και από πολλά μπορεί να το αντιληφθεί αυτό ο διακριτικός. Αλλά περισσότερο θα του το διδάξουν αυτό οι δικές του καθημερινές δοκιμασίες, αν έχει νήψη.
Αν παρατηρήσει δηλαδή τον εαυτό του νοερά, θα μάθει πόση αλλοίωση στην πραότητα και την καλωσύνη δέχεται η διάνοιά του κάθε μέρα και πώς η ειρήνη της αυτή ξαφνικά μετατρέπεται σε θόλωση χωρίς να υπάρχει φανερή αιτία και πώς περιέρχεται σε μεγάλο και ανείπωτο κίνδυνο. Είναι αυτό, για το οποίο έγραψε με σαφήνεια και μεγάλη πρόνοια και επιμέλεια ο μακαριστός Μακάριος, για να θυμούνται και να διδάσκονται οι αδελφοί, ώστε να μην παρασυρθούν σε απόγνωση στον καιρό της αλλοιώσεως που προξενούν οι αντιξοότητες.
Γιατί σ' εκείνους που στέκονται στην τάξη της καθαρότητας συμβαίνουν πάντοτε πτώσεις, όπως συμβαίνει το ψύχος στην ατμόσφαιρα, ακόμη και χωρίς να έχουν πέσει σε αμέλεια ή χαλάρωση· αλλά και όταν βαδίζουν σύμφωνα με την τάξη τους συμβαίνουν σ' αυτούς πτώσεις που εναντιώνονται στο σκοπό της θελήσεώς τους». Και παρακάτω λέει: «Τι γίνεται λοιπόν τώρα; "Οι αλλοιώσεις —μάς λέει ο άγιος Μακάριος— γίνονται στον καθένα όπως το ψύχος στην ατμόσφαιρα".
Κατανόησε καλά εκείνη τη φράση "στον καθένα", επειδή η φύση είναι μία· για να μη νομίσεις ότι μίλησε για τους υποδεέστερους και πολύ μικρούς και ότι οι τέλειοι είναι απαλλαγμένοι από αλλοιώσεις και στέκονται ακλόνητοι χωρίς εμπαθείς λογισμούς, όπως λένε οι αιρετικοί Ευχίτες, γι' αυτό πρόσθεσε "στον καθένα". Και πώς γίνεται αυτό, Μακάριε; "Όπως —μας λέει— κάνει κρύο, και σε λίγο ζέστη και ύστερα ρίχνει χαλάζι και σε λίγο είναι καλός καιρός, έτσι γίνεται και στην άσκησή μας. Πόλεμος και έπειτα βοήθεια της χάρης.
Και κάποτε η ψυχή βρίσκεται σε τρικυμία και σηκώνονται εναντίον της απειλητικά κύματα, και πάλι γίνεται αλλοίωση και η χάρη επισκέπτεται την καρδιά του και τη γεμίζει χαρά και ειρήνη από το Θεό και λογισμούς σώφρονες και ειρηνικούς". Αυτούς τους λογισμούς της σωφροσύνης τους επισημαίνει εδώ υπονοώντας ότι οι προηγούμενοι ήταν κτηνώδεις και ακάθαρτοι.
Και συμβουλεύει λέγοντας· " Αν ύστερα από αυτούς τους σώφρονες και αγαθούς λογισμούς ακολουθήσει επίθεση, να μη λυπηθούμε ούτε να απελπιστούμε. Και στην ώρα της αναπαύσεως που δίνει η χάρη να μην καυχηθούμε, αλλά στον καιρό της χαράς να περιμένομε τη θλίψη". Και προχωρώντας λέει· "Να γνωρίζεις ότι όλοι οι Άγιοι καταγίνονταν με αυτό το έργο. Όσο είμαστε σ' αυτό τον κόσμο δεν παύει αυτά να τα ακολουθεί κρυφά και μεγάλη παρηγοριά για μας".
Γιατί κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητείται από μας η δοκιμή της αγάπης μας προς το Θεό με την πάλη και τον αγώνα κατά των πειρασμών. Και λέγοντας πιο πριν (ο άγιος Μακάριος) "να μη λυπηθούμε", εννοεί να μην κυριευθούμε από ακηδία στον αγώνα. και συνεχίζει· "Έτσι γίνεται ευθύς ο δρόμος μας. Κι όποιος θέλει να τα αποφύγει αυτά και να λοξοδρομήσει, θα γίνει μερίδιο των λύκων." Πόσο αξιοθαύμαστος είναι αυτός ο Άγιος! Πώς με λίγα λόγια επικύρωσε την αλήθεια αυτή και την απέδειξε πως είναι γεμάτη σύνεση, διώχνοντας τελείως το δισταγμό από το λογισμό του αναγνώστη!
Εκείνος, λέει, που αποφεύγει αυτά και γίνεται μερίδιο των λύκων, θέλει να βαδίζει έξω από το δρόμο. Έβαλε τούτο στο νου του και θέλει να περπατά σε δικό του μονοπάτι, όχι πατημένο από τους Πατέρες». Και ο άγιος Ισαάκ λέει πιό κάτω: «Η ταπείνωση και χωρίς έργα συγχωρεί πολλά αμαρτήματα. Αντίθετα, τα έργα χωρίς ταπείνωση είναι ανώφελα». Και παρακάτω: «Όπως είναι το αλάτι στην τροφή, έτσι είναι η ταπείνωση σε κάθε αρετή.
Αυτή μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Είναι λοιπόν ανάγκη για χάρη της να λυπούμαστε ακατάπαυστα στο νου μας με ταπείνωση και με τη λύπη που δίνει η διάκριση. Και αν την αποκτήσομε, μας κάνει υιούς του Θεού και χωρίς έργα αγαθά μας παρουσιάζει στο Θεό. Γιατί χωρίς την ταπείνωση είναι μάταια όλα μας τα έργα και όλες οι αρετές και όλες οι πνευματικές εργασίες. Την αλλοίωση λοιπόν της διάνοιας θέλει ο Θεός· γιατί στη διάνοια βελτιωνόμαστε. Αυτή είναι μόνη της αρκετή να σταθεί χωρίς άλλη βοήθεια ενώπιον του Θεού και να παρακαλεί για χάρη μας».
Ακόμη λέει: «Είπε κάποιος Άγιος· όταν σού έρθει ο λογισμός της υπερηφάνειας και λέει να θυμηθείς τις αρετές σου, πες: "Γέρο, βλέπε την πορνεία σου"».
Κεφάλαιο 44
Η μετάνοια, η καθαρότητα και η τελειότητα
44. «Η τελειότητα κάθε δρόμου, κάθε αρετής, λέει ο άγιος Ισαάκ, αποτελείται από τα εξής τρία: από τη μετάνοια, την καθαρότητα και την τελειότητα. Τι είναι η μετάνοια; Είναι να αφήσει κανείς τα προηγούμενα αμαρτήματά του και να λυπάται γι' αυτά. Και τι είναι η καθαρότητα με λίγα λόγια; Είναι καρδιά σπλαχνική για όλη τη δημιουργία. Και τι είναι η τελειότητα; Είναι το βάθος της ταπεινώσεως, που σημαίνει να εγκαταλείψει κανείς όλα τα ορατά, δηλαδή τα αισθητά, και όλα τα αόρατα, δηλαδή τα νοητά, και να μη φροντίζει διόλου γι' αυτά.
Επίσης, μετάνοια είναι η εκούσια διπλή νέκρωση απ' όλα. Και "καρδιά σπλαχνική" σημαίνει να καίγεται η καρδιά από αγάπη για όλη την κτίση, δηλαδή για τους ανθρώπους και τα όρνεα και τα ζώα και τους δαίμονες και κάθε δημιούργημα».
Και πάλι: «Όσο είμαστε σ' αυτόν τον κόσμο και ζούμε με τη σάρκα, κι αν ακόμη ανυψωθούμε ως τους ουρανούς, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τα έργα και το μόχθο και να είμαστε αμέριμνοι. Αυτό είναι η τελειότητα, και συγχώρησέ με. Το πέρα από αυτό είναι φροντίδα, δηλαδή δεν έχει νόημα».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει: «Ο βίος της αρετής προκαλεί απάθεια της προαιρέσεως, όχι όμως και της φύσεως. Με την απάθεια της προαιρέσεως έρχεται στο νου η χάρη της θείας ηδονής».
Και πάλι: «Εκείνος που έλαβε πείρα της λύπης και της ηδονής του σώματος μπορεί να ονομαστεί δοκιμασμένος, επειδή έλαβε πείρα των ευχάριστων και δυσάρεστων καταστάσεων που αναφέρονται στη σάρκα. Τέλειος είναι εκείνος που κατανίκησε την ηδονή και την οδύνη της σάρκας με τη δύναμη του λογικού. Και ολοκληρωμένος, εκείνος που διατήρησε αμετάβλητες με τη σφοδρότητα του θείου πόθου τις έξεις της πράξεως και της θεωρίας».
Γι' αυτό και μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές έχει οριστεί ότι είναι η διάκριση, επειδή, εκείνοι που θα την αποκτήσουν από ευμένεια του Θεού, μπορούν με το φωτισμό του θείου φωτός να διακρίνουν με ακρίβεια τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα και τα μυστικά και απόκρυφα θεάματα. Ας είναι. Τώρα έφτασε η ώρα ώστε σύντομα και όσο μπορούμε, να διαπραγματευθούμε, όπως υποσχεθήκαμε, και την αρχή της ιερής και θεοποιού ησυχίας, πιό φανερά κατά κάποιο τρόπο. Ο Θεός ας προπορευθεί και σ' αυτά που θα πούμε τώρα.
Κεφάλαιο 45
Οι πέντε εργασίες της πρώτης και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτικής ησυχίας των αρχαρίων, δηλαδή η προσευχή, η ψαλμωδία, η ανάγνωση, η μελέτη και το εργόχειρο.
45. Ο αρχάριος ησυχαστής οφείλει να περνά το εικοσιτετράωρο με πέντε εργασίες, με τις οποίες λατρεύεται ο Θεός. Με προσευχή, δηλαδή με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού Χριστού που εισάγεται συνεχώς, όπως είπαμε, με την αναπνοή ήρεμα μέσα στην καρδιά και βγαίνει πάλι με τον ίδιο τρόπο, με κλειστά τα χείλη, χωρίς καμία άλλη οποιαδήποτε σκέψη ή φαντασία, πράγμα που κατορθώνεται με περιεκτική εγκράτεια φαγητού και ύπνου και των άλλων αισθήσεων μέσα στο κελί με ειλικρινή ταπείνωση· με ψαλμωδία· με ανάγνωση από το ιερό Ψαλτήρι, τον Απόστολο και τα άγια Ευαγγέλια, καθώς και τα συγγράμματα των θεοφόρων και αγίων Πατέρων, και μάλιστα τα κεφάλαια περί προσευχής και νήψεως, όπως και τα λοιπά ένθεα λόγια του Πνεύματος· με μνήμη των αμαρτημάτων που φέρνει πόνο στην καρδιά και με μελέτη της κρίσεως του Θεού ή του θανάτου ή της κολάσεως ή της απολαύσεως και των παρομοίων και με λίγο εργόχειρο για φίμωτρο της ακηδίας.
Και να ξαναγυρίζει πάλι στην προσευχή, όσο κι αν αυτό απαιτεί προσπάθεια, μέχρις ότου συνηθίσει ο νους ν' αποθέτει εύκολα τον ρεμβασμό του με την αποκλειστική μελέτη του Κυρίου Ιησού Χριστού και την αδιάκοπη μνήμη Του και τη συνεχή στροφή και σταθερή ρίζωση στον εσωτερικό θάλαμο(Ματθ. 6, 6), δηλαδή τον κρυφό χώρο της καρδιάς. Και όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ: «Αγωνίσου να εισέλθεις στο θάλαμο που βρίσκεται μέσα σου, και θα δεις τον ουράνιο θάλαμο. Γιατί και αυτός και εκείνος είναι ένας, και από μιά είσοδο βλέπεις και τους δύο».
Και ο άγιος Μακάριος: «Η καρδιά είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως. Και όταν κυριαρχήσει η χάρη στα μέρη της καρδιάς, τότε βασιλεύει πάνω σε όλους τους λογισμούς και σε όλα τα μέλη. Γιατί εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Εκεί λοιπόν πρέπει να προσέχομε αν έγραψε η χάρη τους νόμους του Παναγίου Πνεύματος. Που εκεί; Στο ηγεμονικό όργανο, στο θρόνο της χάρης, όπου είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής, δηλαδή στην καρδιά».
Κεφάλαιο 46
Από πού πρέπει να κάνουν αρχή εκείνοι που θέλουν να ησυχάσουν ορθά, και ποιά είναι η αρχή και η αύξηση και η προκοπή και η τελείωση.
46. Η πρώτη και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτική εργασία των αρχαρίων μοναχών που επιθυμούν να ησυχάσουν ορθά, είναι η εξής. Αρχίζουν από το φόβο του Θεού, την κατά δύναμη εκπλήρωση όλων των θεοποιών εντολών, την αμεριμνία για εύλογα ή για παράλογα πράγματα, και προπάντων την πίστη, την πλήρη αποφυγή των αμαρτιών και τη γνήσια κλίση προς το Θεό, όπως είπαμε.
Και αυξάνουν με ακαταίσχυντη ελπίδα, προχωρώντας στην πλήρη ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστος(Εφ. 4, 13), με τον ολικό και εξαίρετο θείο έρωτα, ο οποίος προέρχεται από την καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή και τελειοποιείται με την ακίνητη και ατάραχη πνευματική προσευχή και με μόνη την άμεση έκσταση και αρπαγή προς μόνο το Θεό και την ένωση με Αυτόν, τον Άκρο Επιθυμητό, η οποία πηγάζει από την τέλεια αγάπη.
Αυτό είναι η χωρίς πλάνη προκοπή και ανύψωση προς τη θεωρία μέσω της πράξεως, την οποία έπαθε ο θεοπάτωρ Δαβίδ και αλλοιωμένος με τη μακάρια εκείνη αλλοίωση αναφώνησε: «Εγώ είπα κατά την έκστασή μου· κάθε άνθρωπος είναι ύπαρξη ψεύτικη»(Ψαλμ. 115, 2). και κάποιος από τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης λέει*: «Μάτι δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε αυτά που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν».
Και συμπληρώνοντάς το ο μέγας Παύλος, καταλήγει λέγοντας: «Σ' εμάς όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα Του· γιατί το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμη και τα βάθη του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 9-10).
*Το χωρίο αυτό δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, παρ' όλο που και ο Απόστολος Παύλος (Α' Κορ. 2, 9) το παραθέτει ως αγιογραφικό. Ο ιερός Χρυσόστομος δίνει δυο πιθανές εξηγήσεις (βλ. Ζ' ομιλία εις την Α' προς Κορινθίους, 3).
Κεφάλαιο 47
Η τάξη της ησυχίας των αρχαρίων.
47. Ο αρχάριος λοιπόν, όπως προείπαμε, πρέπει να μη βγαίνει συχνά από το κελί του και να απέχει από τη συναναστροφή και τη θεωρία όλων, εκτός όταν είναι μεγάλη ανάγκη, και τότε με προσοχή και προφύλαξη και σπανίως, όπως λέει ο θείος Ισαάκ: «Για κάθε πράγμα να κρατήσεις στο νου σου ότι η βοήθεια που έχεις από την προφύλαξη είναι καλύτερη από την βοήθεια των έργων». Γιατί όχι μόνο στους αρχαρίους, αλλά και σ' εκείνους που ήδη προοδεύουν, αυτά προξενούν διασκορπισμό και στροφή προς τα έξω, όπως λέει πάλι ο άγιος Ισαάκ ότι η ανάπαυση βλάπτει μόνο τους νέους, ενώ η χαλάρωση και τους νέους και τους γέροντες.
Και η ησυχία νεκρώνει τις έξω αισθήσεις και διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η αναστροφή έξω από το κελί κάνει τα αντίθετα· διεγείρει δηλαδή τις έξω αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.
Με αυτά ο άγιος Ισαάκ υποδηλώνει την πράξη και την καλή οδό της ησυχίας. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει ως εξής εκείνον που βαδίζει και πράττει καλά στο δρόμο της ησυχίας: «Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίζει το ασώματο (το νου) μέσα στο σωματικό οίκο —πράγμα παραδοξότατο.
Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε· "Εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά"(Άσμα 5, 2). Να κλείνεις τη θύρα του κελιού σου στο σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας στο λόγο σου και την εσωτερική πύλη στα πονηρά πνεύματα».
Κεφάλαιο 48
Η καρδιακή προσευχή που γίνεται με προσοχή και νήψη, και πώς ενεργείται.
48. Στην προσευχή, που γίνεται, όπως είπαμε, με προσοχή και νήψη μέσα στην καρδιά χωρίς οποιαδήποτε άλλη σκέψη και φαντασία, ο νους με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ανυψώνεται τελείως άυλα και αλάλητα προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ενώ με το «ελέησόν με» ξαναγυρίζει και κινείται προς τον εαυτό του, γιατί δεν ανέχεται να μην προσεύχεται για τον εαυτό του. Όταν όμως προκόψει στην αγάπη με την πείρα, με το ένα αποκλειστικά ανυψώνεται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφού έλαβε βέβαιη πληροφορία για το δεύτερο.
Κεφάλαιο 49
Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διάφορους τρόπους, και ποιά είναι η προσευχή.
49. Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μερος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.
Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: "Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;". Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με", ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.
Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας(Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.
Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.
Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός». Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.
Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μεχρις ότου μας σπλαχνιστεί(Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.
Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και βιάσετε το νου σας σ' αυτό το έργο μεχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ' αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού "η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ΄ όσους βιάζουν τον εαυτό τους"(Ματθ. 11, 12).
Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πιά να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας».
Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).
Προσθέτει το "με Άγιο Πνεύμα" εννοώντας "όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος" με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το "Κύριε Ιησού". Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).
Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν' αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».
Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το "Χριστέ Ιησού", γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.
Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστη(Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το "Ιησού", λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».
Κεφάλαιο 50
Τα λόγια της ιερής και θεοποιού προσευχής έχουν μυσταγωγηθεί πνευματικά όχι μόνο από τους αγίους Πατέρες που αναφέραμε, αλλά και από αυτούς τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
50. Τα λόγια αυτά της ιερής προσευχής θα τα βρει κανείς μυσταγωγημένα όχι μόνο από τους θεοφόρους Πατέρες που αναφέραμε και τους ομοίους τους, αλλά πρίν από αυτούς, και από τους ίδιους τους πρώτους και κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
Ο πρώτος, όπως προείπαμε, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 30. Ο δεύτερος: «Η χάρη και η αλήθεια ήρθε μέσω του Ιησού Χριστού»(Ιω. 1, 17) και: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί πως ο Ιησούς Χριστός ήρθε με ανθρώπινη σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2). Ο τρίτος, ο πρόκριτος των μαθητών του Χριστού, στην ερώτηση του Σωτήρα και Διδασκάλου προς τους Αποστόλους· "ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι", έκανε τη μακαριότατη ομολογία: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Ματθ. 16, 16).
Γι' αυτό οι μετά τους Αποστόλους ένδοξοι παιδαγωγοί μας, και περισσότερο εκείνοι που έζησαν τον άγαμο και ερημικό και ήσυχο βίο, τις φράσεις αυτές που προαναγγέλθηκαν σποραδικά και τμηματικά από τους τρεις αυτούς μεγάλους στύλους της αγίας Εκκλησίας, τις πήραν ως θεϊκά λόγια, θεσπισμένα με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος και μαρτυρημένα από τρεις πολύ αξιόπιστους μάρτυρες· και ξέρομε ότι με την κατάθεση τριών μαρτύρων βεβαιώνεται κάθε λόγος(Δευτ. 19, 15· Β΄ Κορ. 13, 1).
Πήραν λοιπόν τα λόγια αυτά οι ουρανόφρονες Πατέρες, κι αφού τα ένωσαν άριστα και τα συνάρμοσαν σε ένα με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα τους, τα ονόμασαν μνημείο προσευχής και τα παρέδωσαν στους μεταγενέστερους, για να την κρατούν και να την τηρούν με όμοιο τρόπο. Πρόσεξε τώρα και τη σειρά και τη διάταξη των λέξεων, πόσο εξαίσια είναι και πόση ουράνια σοφία περιέχει.
Ο Παύλος δηλαδή, όπως προαναφέραμε, λέει «Κύριον Ιησού», ο Ιωάννης «Ιησού Χριστό», ο Πέτρος «Χριστό, Υιό του Θεού»· σαν να ακολουθούν ο ένας τον άλλο από κοντά με τη συμφωνία και το σύνδεσμο των θεουργικών αυτών λέξεων. Γιατί θα διαπιστώσεις ότι ο καθένας από τους τρεις αυτούς, το τέλος του προηγουμένου το παίρνει ως αρχή και έτσι συνεχίζει. Το ίδιο θα παρατηρήσεις και με την προσθήκη της λέξεως "Πνεύμα". Αφού δηλαδή ο μακάριος Παύλος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3), τη λέξη που έχει στο τέλος, δηλαδή "Πνεύμα", την κάνει αρχή του ο βροντόφωνος Ιωάννης, λέγοντας: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2).
Και αυτά μας τα έγραψαν όχι μόνοι τους και από τον εαυτό τους, αλλά κινούμενοι από το χέρι του Παναγίου Πνεύματος. Γιατί και η μέσω αποκαλύψεως ομολογία του θείου Πέτρου έγινε με ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αφού η Γραφή λέει: «Όλα τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, που μοιράζει τα χαρίσματα στον καθένα όπως θέλει»(Α΄ Κορ. 12, 11).
Κι έτσι λοιπόν το τρίπλοκο και άρρηκτο σχοινί της θεοποιού αυτής προσευχής, το πολύ σοφά κι επιστημονικά πλεγμένο και συρραμένο και συναρμολογημένο, φτάνει μέχρι σ' εμάς και τηρείται με τον ίδιο τρόπο.
Την προσθήκη όμως της λέξεως «ελέησόν με» την έκαναν και την καθόρισαν οι μετέπειτα θείοι Πατέρες στα σωτήρια αυτά λόγια της προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», και περισσότερο για κείνους που είναι πιο νηπιώδεις στην αρετή, δηλαδή για τους αρχάριους και ατελείς. Γιατί εκείνοι που έχουν προχωρήσει κι έγιναν τέλειοι κατά Χριστόν, αρκούνται και σε μία μόνο από τις ιερές αυτές λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», αλλά κάποτε και μόνο στην ονομασία «Ιησού», και την ενστερνίζονται και την αποδέχονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής, επειδή με αυτό γεμίζουν από ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα που ξεπερνά κάθε νου και κάθε όραση και ακοή.
Κι έτσι λοιπόν οι τρισμακάριοι, βγαίνουν έξω από τη σάρκα και τον κόσμο, κρατούν κλειστές τις αισθήσεις και, κατακυριευμένοι από θείο έρωτα σε μία μακάρια βακχική μέθη από τη θεία δωρεά και χάρη που κατοικεί μέσα τους, καθαίρονται και φωτίζονται και φτάνουν στην τελειότητα, επειδή από τώρα βλέπουν αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη, σαν πρόγευση, την υπερφυσική και άναρχη και άκτιστη χάρη της υπερουσίου Θεότητας.
Αρκούνται στη μνήμη και τη μελέτη, όπως είπαμε, μίας από τις παραπάνω ονομασίες του Θεανθρώπου Λόγου, και με αυτήν αξιώνονται από το Πνεύμα και υψώνονται σε αλάλητες αρπαγές και γνώσεις και αποκαλύψεις.
Για να πληροφορηθούμε με ενάργεια και να βεβαιωθούμε με κάθε σαφήνεια γι' αυτά, ο γλυκύτατος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, του οποίου οι λόγοι, όπως είπε, είναι πνεύμα και είναι ζωή(Ιω. 6, 63), κήρυξε μεγαλόφωνα ότι «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), και: «Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 14), και πάλι: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 13) και τα λοιπά, σύμφωνα με όσα μας έχουν παραδοθεί.
Κεφάλαιο 51
Οι αρχάριοι μπορούν να προσεύχονται άλλοτε με ολόκληρη την προσευχή, άλλοτε με ένα μέρος της, πάντοτε όμως μέσα στην καρδιά, και να μην αλλάζουν συνεχώς τα λόγια της προσευχής.
51. Οι αρχάριοι μπορούν να προσεύχονται άλλοτε με ολόκληρη την προσευχή κι άλλοτε με ένα μέρος της, πλην όμως αυτό θα γίνεται μέσα στην καρδιά και ακατάπαυστα. Γιατί, κατά τον άγιο Διάδοχο, «εκείνος που διατρίβει πάντοτε μέσα στην καρδιά του, απομακρύνεται οπωσδήποτε από όσα θεωρούνται ωραία στη ζωή. Γιατί καθώς ζει πνευματικά, δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιθυμίες της σάρκας(Γαλ. 5, 16).
Ο άνθρωπος αυτός περιφέρεται λοιπόν μέσα στο φρούριο των αρετών έχοντας τις ίδιες τις αρετές ως θυρωρούς να φυλάγουν την πόλη της αγνότητας· γι' αυτό και μένουν άπρακτες οι εναντίον του μηχανές των δαιμόνων». Και ο άγιος Ισαάκ γράφει: «Του ανθρώπου που στρέφεται κάθε ώρα στην ψυχή του, ευφραίνεται η καρδιά με τις αποκαλύψεις. Κι εκείνος που συνάγει τη θεωρία του μέσα του, βλέπει εκεί τη λάμψη του Πνεύματος. Όποιος αποστράφηκε κάθε περιπλάνηση του νου, αυτός βλέπει τον Κύριό του μέσα στην καρδιά του».
Όμως, μην αλλάζεις συνεχώς τα λόγια της προσευχής, για να μη συνηθίσει ο νους από τη συνεχή εναλλαγή και μεταφορά των λέξεων σε κάποια αστασία και μετατόπιση και μείνει αρρίζωτος και άκαρπος, όπως τα δένδρα που μετακινούνται και μεταφυτεύονται συνεχώς.
Κεφάλαιο 52
Για να καρποφορήσει η προσευχή μέσα στην καρδιά, χρειάζεται καιρός πολύς και αγώνας και βία. Και γενικά, κάθε αγαθό κατορθώνεται με μεγάλο κόπο και πολύν καιρό.
52. Το να προσεύχεται κανείς αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά, επίσης και τα πέρα από αυτό, δεν κατορθώνονται απλώς και ως έτυχε και με σύντομο και μικρό κόπο· μ' όλο που κι αυτό μπορείς να το συναντήσεις σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις κατά απόρρητη θεία οικονομία. Αλλά για να κατορθωθεί αυτό χρειάζεται και μακρό χρονικό διάστημα και κόπο και αγώνα σωματικό και ψυχικό και βία πολλή και εντατική.
Γιατί ανάλογα με το μερίδιο της δωρεάς και της χάρης που ελπίζομε να μετάσχομε, πρέπει να καταβάλομε και τους αγώνες γι' αυτήν και να προσθέσομε επιπλέον ώρες. Και αυτή, σύμφωνα με τους διδασκάλους των θείων, είναι το να εξοριστεί από τα μέρη της καρδιάς ο εχθρός και να κατοικήσει σ' αυτήν φανερά ο Χριστός. Λέει σχετικά ο άγιος Ισαάκ: «Εκείνος που θέλει να δει τον Κύριο, επινοεί τρόπους να καθαρίσει την καρδιά του με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Κι έτσι μέσα στη λαμπρότητα της διάνοιάς του θα βλέπει κάθε στιγμή τον Κύριο».
Και ο άγιος Βαρσανούφιος: «Αν η εσωτερική εργασία μαζί με τη χάρη του Θεού δε βοηθήσει τον άνθρωπο, μάταια κοπιάζει με την εξωτερική. Η εσωτερική εργασία με πόνο καρδιάς φέρνει την καθαρότητα κι η καθαρότητα την αληθινή ησυχία της καρδιάς· η ησυχία αυτή φέρνει την ταπείνωση, κι η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο κατοικητήριο του Θεού. Από την κατοίκηση αυτή εξορίζονται τα πάθη και οι δαίμονες και γίνεται έτσι ο άνθρωπος ναός Θεού γεμάτος από αγιασμό, γεμάτος φωτισμό, καθαρότητα και χάρη.
Μακάριος λοιπόν εκείνος που βλέπει σαν μέσα σε καθρέφτη στα άδυτα της καρδιάς του τον Κύριο και ξεχύνει εμπρός στην αγαθότητά Του με κλαυθμό τη δέησή του». Και ο όσιος Ιωάννης ο Καρπάθιος: «Χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος στις προσευχές για να βρούμε στην ολότελα απαλλαγμένη από ενοχλήσεις κατάσταση της διάνοιας έναν άλλο καρδιακό ουρανό, όπου κατοικεί ο Χριστός, όπως λέει ο Απόστολος· "Ή δεν καταλάβατε ότι ο Ιησούς Χριστός κατοικεί μέσα σας; Εκτός βέβαια αν είστε αδόκιμοι"(Β΄ Κορ. 13, 50».
Και ο μέγας Χρυσόστομος λέει: «Παράμενε αδιάλειπτα στο όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά σου τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά σου και να γίνουν τα δύο ένα. Αλλά το έργο αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού. Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός». Αυτά αρκούν· ο λόγος ας επιστρέψει στα προκείμενα με τη σειρά.
Κεφάλαιο 53
Η μη καθαρή καρδιακή προσευχή, και πώς φτανει κανείς στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή.
53. Από την επιμονή στη μέθοδο που αναφέραμε της καρδιακής και αρρέμβαστης προσευχής, έστω κι αν η προσευχή είναι ίσως όχι τελείως καθαρή και αρρέμβαστη καθώς εμποδίζεται από τις εμπαθείς μνήμες και τους λογισμούς, φτάνει ο αγωνιζόμενος στην έξη να προσεύχεται αβίαστα, αρρέμβαστα, καθαρά και αληθινά.
Δηλαδή με το να παραμένει ο νους μέσα στην καρδιά και όχι να εισάγεται σ' αυτήν με τη βία και χωρίς όρεξη μέσω της εισπνοής και να ξεφεύγει αμέσως, αλλά να παραμενει πάντοτε εκεί και να προσεύχεται έτσι αέναα. Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Εκείνος που δεν έχει προσευχή καθαρή από λογισμούς, δεν έχει όπλο στον πόλεμο.
Προσευχή εννοώ εκείνη που γίνεται αέναα στα άδυτα της καρδιάς, για να μαστιγώνεται και να φλογίζεται με την επίκληση του Ιησού Χριστού αυτός που μας πολεμά κρυφά». Και πάλι: «Μακάριος εκείνος που έχει τόσο προσκολληθεί στην ευχή του Ιησού με τη διάνοιά του και τον φωνάζει ακατάπαυστα μέσα στην καρδιά, όπως είναι ενωμένος ο αέρας με τα σώματά μας ή η φλόγα με το κερί.
Ο ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει την ημέρα. Και το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου Ιησού, όταν λάμπει συνεχώς μέσα στη διάνοια, θα γεννήσει αναρίθμητες έννοιες λαμπρές σαν τον ήλιο».
Κεφάλαιο 54
H αρρέμβαστη και καθαρή καρδιακή προσευχή και η θέρμη που δημιουργείται από αυτή.
54. Με τα προηγούμενα φάνηκε τι είναι και ονομάζεται καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή, από την οποία γεννιέται κάποια θέρμη μέσα στην καρδιά, κατά το: «Θερμάνθηκε μέσα μου η καρδιά μου και από τη μελέτη μου θ' ανάψει μέσα μου φωτιά»(Ψαλμ. 38,4).
Φωτιά, την οποία ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε να βάλει στα χωράφια των καρδιών μας, τα πριν γεμάτα αγκάθια από τα πάθη και τώρα με τη χάρη του Θεού γεμάτα από Πνεύμα, όπως λέει ο ίδιος: «Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη και τι θέλω αν έχει κιόλας ανάψει!»(Λουκ. 12, 49).
Αυτή η φωτιά θέρμανε τότε και φλόγισε τον Κλεόπα και το σύντροφό του και τους έκανε να λένε μεταξύ τους σε έκσταση: «Δε φλογιζόταν μέσα μας η καρδιά μας καθώς περπατούμε;»(Λουκ. 24, 32). Γράφει και ο μέγας Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε κάποιο από τα τροπάριά του προς την υπέραγνη Θεοτόκο: «Με ωθεί να υμνολογήσω τον πόθο της Παρθένου η φωτιά της καρδιάς μου».
Γράφει και ο άγιος Ισαάκ: «Από τη βίαιη εργασία των αρετών γεννιέται η υπερβολική θέρμη, η οποία πυρπολεί την καρδιά από τις φλογερές ενθυμήσεις που περιστρέφονται παράδοξα στη διάνοια. Αυτή η εργασία και η προσοχή λεπτύνουν το νου με τη θέρμη τους και του παρέχουν την ικανότητα να βλέπει.
Από τη θέρμη αυτή που προξενείται από τη χάρη της θεωρίας γεννιέται η ανάβλυση των δακρύων. Από τα ασταμάτητα δάκρυα δέχεται η ψυχή την ειρήνη των λογισμών. Από την ειρήνη των λογισμών υψώνεται στην καθαρότητα του νου. Και με την καθαρότητα του νου ο άνθρωπος φτάνει να βλέπει τα μυστήρια του Θεού. "Ύστερα από αυτά φτάνει ο νους να δει αποκαλύψεις και σημεία, όπως είδε ο προφήτης Ιεζεκιήλ».
Και αλλού πάλι λέει: «Τα δάκρυα και τα χτυπήματα της κεφαλής που γίνονται κατά την προσευχή του αγωνιστή και το κύλισμα στο έδαφος με θερμότητα, ξυπνούνε τη θέρμη της γλυκύτητάς τους μέσα στην καρδιά, η οποία με επαινούμενη έκσταση πετά προς το Θεό και φωνάζει· "Δίψασε η ψυχή μου εσένα, τον Θεό τον ισχυρό, τον ζώντα. Πότε θα φτάσω και θα παρουσιαστώ μπροστά Σου, Κύριε;"(Ψαλμ. 41, 3)».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Έπεσε φωτιά στην καρδιά και ανέστησε την προσευχή. Κι όταν αυτή αναστήθηκε και αναλήφθηκε στον ουρανό, έγινε κατάβαση φωτιάς στο ανώγαιο της ψυχής». Και αλλού λέει: «Ποιος άραγε είναι ο πιστός και φρόνιμος μοναχός, ο οποίος φύλαξε άσβηστη τη θέρμη του, και μέχρι το θάνατό του κάθε μέρα δεν έπαψε να προσθέτει φωτιά στη φωτιά, και θέρμη στη θέρμη, και πόθο στον πόθο, και επιμέλεια στην επιμέλεια;».
Και ο άγιος Ηλίας ο Έκδικος λέει: «Όταν η ψυχή εγκαταλείψει τα εξωτερικά και ενωθεί με την προσευχή, τότε η προσευχή την περικυκλώνει σαν φλόγα και την πυρακτώνει ολόκληρη όπως η φωτιά το σίδερο. Και η ψυχή παραμένει βέβαια η ίδια, αλλά δεν επιτρέπει άγγιγμα, όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν μπορεί κανείς να το αγγίσει».
Ακόμη λέει: «Μακάριος εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σε τέτοια μέτρα σ' αυτή τη ζωή, και είδε το κατά φύση πήλινο σώμα του, με τη χάρη πύρινο».
Κεφάλαιο 55
Η θέρμη παράγεται από διάφορες αιτίες. Η κυριότερη είναι εκείνη που παράγεται από την καθαρή καρδιακή προσευχή.
55. Να γνωρίζεις ότι η θέρμη αυτή παράγεται και υπάρχει μέσα μας από διάφορες αιτίες και με πολλούς τρόπους. Αυτό γίνεται φανερό από τις διάφορες γνώμες των Αγίων που εκθέσαμε, αλλά, - διστάζομε να το πούμε -, και από αυτή την πείρα μας. Κυριότερη κατά κάποιο τρόπο είναι η θέρμη που προέρχεται από την καθαρή καρδιακή προσευχή, και προχωρεί συνεχώς μαζί της και αυξάνει και καταπαύει στον ενυπόστατο φωτισμό, δηλαδή κάνει πραγματικά φωτισμένο, κατά τους Πατέρες, τον άνθρωπο που βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση.
Κεφάλαιο 56
Ποιο είναι το εργο που ακολουθεί την καρδιακή θέρμη.
56. Αυτή λοιπόν η θέρμη στη συνέχεια εξουδετερώνει όσα εμπόδιζαν πρωτύτερα την προσευχή να γίνεται τελείως καθαρή. Γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά, φωτιά που κατακαιει( την κακία των δαιμόνων και των παθών μας. Λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Όταν η καρδιά, μ' ένα πόνο που καιει, δέχεται τα τοξεύματα των δαιμόνων, ώστε να νομίζει ο πολεμούμενος ότι είναι πραγματικά βέλη, τότε η ψυχή μισεί με πόνο τα πάθη, καθώς βρίσκεται στην αρχή της καθάρσεως. Γιατί άν δε νιώσει έντονο άλγος για την αναίδεια της αμαρτίας, δε θα μπορέσει να χαρεί πλούσια με τη χρηστοτητα της αρετης.
Εκείνος λοιπόν που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του, άς την πυρώνει συνέχεια με τη μνήμη του Ιησού Χριστού(Εβρ. 12, 29), αυτό μόνο έχοντας μελέτη και έργο ακατάπαυστο. Γιατί εκείνοι που θέλουν ν' αποβάλουν τη σαπίλα, δεν πρέπει άλλοτε να προσεύχονται κι άλλοτε όχι, αλλά ν' ασχολούνται πάντοτε με την προσευχή και τη φύλαξη του νου, ακόμη και όταν βρίσκονται έξω από τους ιερούς ναούς.
Όπως εκείνος που θέλει να καθαρίσει το χρυσάφι, αν έστω και για λίγο αφήσει να χαμηλώσει η φωτιά στο χωνευτήρι, προκαλεί πάλι τη σκλήρυνση στο χρυσάφι που καθαρίζει, έτσι κι εκείνος που άλλοτε θυμάται το Θεό κι άλλοτε όχι, εκείνο που νομίζει ότι αποκτά με την προσευχή, το χάνει με την αργία. Ιδίωμα του ανθρώπου που αγαπά την αρετή είναι να αφανίζει πάντοτε με τη μνήμη του Θεού το γήινο φρόνημα της καρδιάς, κι έτσι να κατατρώγεται λίγο-λίγο το κακό από τη φωτιά της μνήμης του αγαθού και η ψυχή να επανέλθει με περισσότερη δόξα στη φυσική της λαμπρότητα».
Έτσι λοιπόν παραμένοντας ο νους δίχως εμπόδια μέσα στην καρδιά, προσεύχεται καθαρά και απλανώς, σύμφωνα με τον Άγιο που λέει: «Τότε είναι αληθινή και απλανής η προσευχή, όταν ο νους φυλάγει την καρδιά όταν προσεύχεται». Γράφει και ο άγιος Ησύχιος: «Πράγματι αληθινός μοναχός είναι εκείνος που κατορθώνει τη νήψη. Κι έχει αληθινα νήψη, εκείνος που είναι μοναχός κατά την καρδιά».
Κεφάλαιο 57
Ο πόθος και έρωτας που γεννιέται από τη θέρμη, την προσοχή και την προσευχή.
57. Μέσα σ' αυτή τη θέρμη και την προσεκτική προσευχή, δηλαδή την καθαρή προσευχή, γεννιέται ο πόθος και ο θείος έρωτας και η αγάπη μέσα στην καρδιά προς τον πάντοτε μνημονευόμενο Κύριο Ιησού Χριστό, όπως έχει γραφεί: «Νεανίδες με αγάπησαν, με έλκυσαν»(Άσμα 1, 3-4), και: «Εγώ είμαι πληγωμένη από την αγάπη»(Άσμα 2, 50. Ο άγιος Μάξιμος λέει: «Όλες οι αρετές βοηθούν το νου στο θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ΄ όλες η καθαρή προσευχή. Επειδή με αυτήν ο νους φτερώνεται και πετά προς το Θεό και βγαίνει έξω απ΄ όλα».
Κεφάλαιο 58
Τα καρδιακά δάκρυα. Ο θείος πόθος και έρωτας.
58. Από τέτοια καρδιά κυλούν και άφθονα δάκρυα που καθαίρουν και γλυκαίνουν εκείνον που αξιώθηκε από αγάπη να τα αποκτήσει, χωρίς να φθείρουν και να ξηραίνουν. Καθαίρουν τα δάκρυα που προέρχονται από το φόβο του Θεού, ενώ γλυκαίνουν τα δάκρυα του θείου έρωτα, με το σφοδρό και ακατάσχετο πόθο και έρωτα του μνημονευομένου Κυρίου Ιησού Χριστού.
Και τότε γεμάτη από ενθουσιασμό η καρδιά κράζει: «Με έθελξες με το πόθο Σου, Χριστέ, και με αλλοίωσες με το θείο έρωτά Σου», και: «Σωτήρα μου, είσαι όλος γλυκασμός, όλος είσαι επιθυμία, όλος λαχτάρα αχόρταστη, είσαι όλος κάλλος απερίγραπτο».
Και κραυγάζει μαζί με τον χριστοκήρυκα Παύλο: «Μας διακατέχει η αγάπη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 5, 14) και: «Ποιος μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή δυσκολία ή διωγμός ή γύμνια ή κίνδυνος ή απειλή σφαγής;»(Ρωμ. 8, 35) και: «Είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε Άγγελοι, ούτε αρχές, ούτε εξουσίες, ούτε δυναμεις, ούτε παρόντα, ούτε μέλλοντα, ούτε επιτυχίες, ούτε ταπεινώσεις, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα μπορούν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού που φανερώθηκε δια μέσου του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας»(Ρωμ. 8, 38-39).
Κεφάλαιο 59
Παραίνεση να μη ζητούμε τα υπέρμετρα. Προτροπή για συνεχή μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μέσα στην καρδιά μας.
59. Για να αξιωθεί κανείς αυτά και όλα όσα ακολουθούν —τα οποία δεν είναι καιρός τώρα να τα πούμε, γιατί λέει: «Μη ζητάς πράγματα πριν από τον καιρό τους» και: «Το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνει καλά», και, κατά τον άγιο Μάρκο, «δε συμφέρει προτού εργαστείς τα πρώτα να μάθεις τα δεύτερα· γιατί η γνώση φέρνει έπαρση λόγω της αργίας, ενώ η αγάπη οικοδομεί επειδή υπομένει τα πάντα(Α΄ Κορ. 8, 2 κ΄ 13, 7)» - , για να τα αξιωθεί λοιπόν, πρέπει να σπεύδει και να αγωνίζεται πάντοτε, όπως έχομε πει, να περιφέρει συνεχώς τη μνήμη του Κυρίου Ιησού Χριστού μέσα στο βάθος της καρδιάς και όχι εξωτερικά και επιφανειακά, όπως λέει γι' αυτό ο ίδιος μακάριος Μάρκος: «Αν δεν ανοιχτεί με καθολική νοερή ελπίδα ο εσώτατος και απόκρυφος και αληθινός χώρος της καρδιάς μας, δεν είναι δυνατό να αναγνωρίσομε με βεβαιότητα αυτόν που κατοικεί μέσα, ούτε να γνωρίζομε αν έγιναν δεκτές ή όχι οι λογικές θυσίες μας».
Κεφάλαιο 60
Ο θερμός ζήλος και η θεία εμφάνεια μέσα μας και ο ενυπόστατος φωτισμός της χάρης.
60. Έτσι λοιπόν κανείς θα ξεφύγει εύκολα όχι μόνο από τα πονηρά έργα, αλλά και από τους εμπαθείς λογισμούς και τις άπρεπες φαντασίες, όπως λέει η Γραφή: «Να πορεύεστε πνευματικά και δε θα εκτελέσετε επιθυμία της σάρκας»(Γαλ. 5, 16)· ή μάλλον, θα βγει τελείως έξω από κάθε λογισμό και κάθε φαντασία, επειδή κατακαίει και αφανίζει με το θερμό ζήλο του για την αρετή κάθε πονηρή πράξη που πρωτύτερα ενεργούσε αισθητά ή νοητά μέσα του, μαζί με τους αρχηγούς τους χαιρέκακους δαίμονες.
Όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Είναι φοβερός στους δαίμονες και ποθητός στο Θεό και τους Αγγέλους Του εκείνος που με θερμό ζήλο ξεριζώνει τα αγκάθια που φυτεύει μέσα του ο εχθρός. Για την προκοπή του θα μπορέσει να πληροφορηθεί από εδώ την αγάπη του Θεού προς αυτόν και τη σαφή εμφάνεια και ενοίκηση σ' αυτόν του ενυπόστατου και θειότατου φωτισμού της χάρης. Και αν θέλεις να σου πω, με μεγάλη χαρά θα ξαναγυρίσει στην αρχική ευγένεια και πνευματική υιοθεσία που τελεσιουργήθηκε σ' εμάς με τη χάρη του βαπτίσματος».
Και πάλι λέει ο άγιος Ισαάκ: «Αυτή είναι η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού που είναι κρυμμένη μέσα μας σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Λουκ. 17, 21). Αυτή η χώρα είναι νεφέλη της δόξας του Θεού, στην οποία μόνο όσοι είναι καθαροί στην καρδιά θα μπουν για να δουν το πρόσωπο του Κυρίου τους(Ματθ. 5, 8)». Μόνο να μη ζητά ο ίδιος εμφάνεια του Θεού, για να μη δεχτεί το σατανά που είναι αληθινά σκότος, μα υποκρίνεται ότι είναι φως.
Κεφάλαιο 61
Ενέργεια θεία και ενέργεια δαιμονική.
61. Όταν ο νους βλέπει φως χωρίς να το ζητά, ας μην το παραδέχεται, αλλά ούτε και να το αποκρούει, όπως λέει ο όσιος Μάρκος: «Υπάρχει ενέργεια της χάρης που την αγνοεί ο νήπιος πνευματικά, και υπάρχει και ενέργεια της κακίας που μοιάζει με την αλήθεια. Είναι καλό αυτά να μην τα παρατηρούμε, για να μην πέσομε σε πλάνη, ούτε να τα αναθεματίζομε, μην τυχόν και είναι αληθινά, αλλά για όλα να προσφεύγομε με ελπίδα στο Θεό, γιατί Αυτός γνωρίζει τη χρησιμότητα και του ενός και του άλλου». Σε τέτοιες περιπτώσεις να ερωτά εκείνον που έχει τη χάρη και τη δύναμη από το Θεό, να τον διδάξει και να διακρίνει το καθένα.
Κεφάλαιο 62
Ο φωτισμένος και απλανής διδάσκαλος.
62. Και αν μεν βρει αυτόν που θα τον διδάξει, όχι μόνο από όσα γνωρίζει από τη θεία Γραφή, αλλά και απ΄ όσο ο ίδιος δέχθηκε μακάρια το θείο φωτισμό, τότε να ευχαριστεί το Θεό. Αν όμως όχι, τότε καλύτερα να μην παραδεχθεί το φως που είδε, αλλά να καταφύγει με ταπείνωση στο Θεό, θεωρώντας και αποκαλώντας τον εαυτό του με ειλικρινή καρδιά ανάξιο γι' αυτή την τιμή και τη θεωρία, όπως είναι βέβαια κι αυτό που λέμε εδώ και όσα προείπαμε και όσα θα πουμε και όσα μυηθήκαμε με τη χάρη του Χριστού από στόματα που δεν ψεύδονται και που κινούνται και λαλούν από το Άγιο Πνεύμα, όπως επίσης και από τις θεόπνευστες Γραφές και από τη λίγη πείρα μας.
Κεφάλαιο 63
Ο αληθινός και ο ψευδής φωτισμός, ήγουν το θείο φως και το φως από τον πονηρό.
63. Σε μερικά συγγράμματά τους οι ένδοξοι Πατέρες μας υποδηλώνουν αμυδρά τα σημάδια του απλανούς φωτισμού και του φωτισμού της πλάνης. Για παράδειγμα, έτσι έκανε ο μακάριος Παύλος ο Λατρηνός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση μαθητή του, ότι το φως της διαβολικής δυνάμεως είναι πυροειδές και γεμάτο καπνό και όμοιο με την αισθητή φωτιά· κι όταν το δει μετριοπαθής και καθαρμένη ψυχή, αισθάνεται αηδία και το συχαίνεται.
Το φως όμως του αγαθού είναι αγαθό, χαριέστατο και καθαρό, κι όταν έρθει, αγιάζει την ψυχή και τη γεμίζει φως και χαρά και ιλαρότητα, την καταπραΰνει και την κάνει φιλάνθρωπη. Και άλλοι είπαν ομοίως. Πλην όμως, επειδή τα προλεχθέντα τα άκουσα με προφορική διδασκαλία, έτσι κι εσύ θ' ακούσεις γι' αυτό, όταν έρθει ο καιρός του. Γιατί τώρα δεν είναι ακόμα.
Κεφάλαιο 64
Η απρεπής και η ευπρεπής φαντασία, και πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζομε.
64. Επειδή λίγο παραπάνω είπαμε για τη φαντασία, και μάλιστα για φαντασία απρεπή, νομίζομε χρησιμότατο να πούμε λίγα λόγια και γι' αυτή ή μάλλον για κάθε φαντασία, όσο μας είναι δυνατό. Γιατί πολύ αντιστέκεται η καταραμένη στην καθαρή και καρδιακή προσευχή και στην ενιαία και απλανή εργασία του νου. Γι' αυτό και οι θείοι Πατέρες μιλούν με πολλούς τρόπους περί αυτής και εναντίον αυτής.
Αυτή λοιπόν την ποικιλόμορφη σαν το μυθολογικό Δαίδαλο και πολυκέφαλη σαν τη Λερναία Ύδρα φαντασία, οι Άγιοι τη θεωρούν και την ονομάζουν γέφυρα των δαιμόνων. Γιατί μέσω αυτής περνούν οι κακούργοι και μιαροί δαίμονες, έρχονται σε κάποια επικοινωνία και σμίγουν με την ψυχή και την κάνουν κυψέλη κηφήνων και κατοικία εννοιών ακάρπων και εμπαθών.
Πρέπει λοιπόν να αποβάλεις εντελώς τη φαντασία, εκτός αν ποτέ, για λόγους μετανοίας και συντριβής και πένθους και ταπεινοφροσύνης, και πριν από αυτά για λόγους μελέτης και θεωρίας των όντων, ή ακόμη και εξαιτίας κάποιας απρεπούς φαντασίας, θέλεις να μεταχειριστείς και να αντιπαρατάξεις την ευπρεπή φαντασία.
Και αφού βάλεις τη μία φαντασία να συμπλακεί και να πολεμήσει με την άλλη, και κάνεις την αισχρή και αναίσχυντη φαντασία να ρίξει τα όπλα και να ηττηθεί κατά κράτος, να αναδειχθείς έτσι νικητής. Αν λοιπόν ενεργείς έτσι, δε θα μείνεις με τη ζημία μόνο της απρεπούς φαντασίας, αλλά θα γίνεις και αίτιος κέρδους στον εαυτό σου, ως άνθρωπος που διευθύνει τα του εαυτού του με αλάθευτη κρίση, επειδή εξουδετερώνεις την απρεπή φαντασία με την ευπρεπή και πλήττεις καίρια ή και φονεύεις τους εχθρούς με τα δικά τους όπλα, όπως παλιά ο θείος Δαβίδ τον Γολιάθ(Α΄ Βασ. 17, 51).
Κεφάλαιο 65
Όχι μόνο η απρεπής φαντασία, αλλά και η ευπρεπής είναι απορριπτέα από τους Αγίους στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου.
65. Τα παραπάνω είναι άθλος όσων είναι ακόμη νήπιοι στην αρετή, δηλαδή των αρχαρίων. Γιατί οι προχωρημένοι απορρίπτουν τελείως και την απρεπή και την ευπρεπή φαντασία και την αχρηστεύουν, αποτεφρώνοντας και διαλύοντάς την σαν το κερί που λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Και αυτό, για να επιτύχουν την καθαρή προσευχή και την απομάκρυνση και απογύμνωση του νου τους από όλα τα πράγματα και τις εντυπώσεις, με σκοπό την απλή προσέγγισή του προς το Θεό και, αν θέλεις, και της προσλήψεώς του από Αυτόν και της ασχημάτιστης και ενιαίας ενώσεως με Αυτόν.
Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Κάθε λογισμός είναι φαντασία μέσα στο νου κάποιου αισθητού πράγματος. Επειδή ο Ασσύριος (ο διάβολος) είναι νους, δεν μπορεί να μας εξαπατά με άλλον τρόπο, παρά με το να μεταχειρίζεται τα αισθητά και συνήθη σ' εμάς».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Επειδή κάθε λογισμός μπαίνει μέσα στην καρδιά δια μέσου της φαντασίας κάποιων αισθητών, το μακάριο φως της θεότητας τη φωτίζει όταν αυτή απομακρυνθεί τελείως από όλα και αποβάλει κάθε μορφή και σχήμα τους. Γιατί η λαμπρότητα της θεότητας φανερώνεται στον καθαρό νου, όταν αυτός στερηθεί από κάθε νόημα».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Όπως ο Κύριος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς(Πράξ. 7, 48), έτσι δεν κατοικεί ούτε σε κάποιες απεικονίσεις και πλάσματα του νου. Γιατί αυτά παρεμβάλλονται και κλείνουν σαν τείχος την κίβδηλη ψυχή, που δεν μπορεί να ατενίζει καθαρά προς την αλήθεια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει θαμπά σαν σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12)».
Και ο θείος Ευάγριος: «Ο Θεός λέγεται ότι κάθεται εκεί, όπου τον γνωρίζουν. Γι' αυτό και ο καθαρός νους λέγεται θρόνος του Θεού. Το νόημα λοιπόν του Θεού δε βρίσκεται στα νοήματα που μορφοποιούν το νου, αλλά στα νοήματα που δεν τον μορφοποιούν. Γι' αυτό πρέπει ο προσευχόμενος ν' αποξενώνεται ολότελα από τα νοήματα που μορφοποιούν το νου. Και διαφορετικά θα μορφοποιηθεί ο νους όταν θεωρεί άλλο νου, διαφορετικά θα διατεθεί όταν θεωρεί την αιτία του. Από αυτό μαθαίνομε πως η πνευματική γνώση απομακρύνει το νου από τα νοήματα που τον μορφοποιούν, και διατηρώντας τον αδιαμόρφωτο τον προσάγει στο Θεό».
Και ο άγιος Μάξιμος, στα σχόλιά του στον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, λέει: «Άλλο είναι η φαντασία και άλλο είναι η νόηση, δηλαδή το νόημα· γιατί προέρχονται από δύο διάφορες δυνάμεις και διαφέρουν ως προς την κίνηση. Η νόηση είναι ενέργεια και δημιουργία, ενώ η φαντασία είναι πάθος και εικόνα που αναγγέλλει κάποιο αισθητό πράγμα ή οφείλεται σε κάποιο αισθητό. Και η αίσθηση αντιλαμβάνεται τα όντα με άμεση διαμόρφωσή της, ενώ ο νους εφάπτεται, δηλαδή αντιλαμβάνεται τα όντα με άλλο τρόπο και όχι όπως η αίσθηση. Στο σώμα λοιπόν και στο πνεύμα, όπου βρίσκονται οι αισθήσεις, όπως είπαμε, παρατηρείται η παθητική και η διαμορφωτική κίνηση· ενώ την κριτική και την αντιληπτική πρέπει να τις αποδώσομε στην ψυχή και στο νου, και κοντά στην αντιληπτική κίνηση της ψυχής πρέπει να βάλομε και τη φανταστική. Η τελευταία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη είναι η εικονιστική, η οποία δηλαδή εικονίζει και κάνει αισθητά όσα συνέλαβε η αντίληψη. Δεύτερη είναι η ανατυπωτική, η οποία ανασυνθέτει από τα παλιά απομεινάρια των προηγουμένων χωρίς να στηρίζει πουθενά τις εικόνες της, κι αυτή κυρίως λέγεται φανταστική. Τρίτη είναι εκείνη στην οποία συγκροτείται κάθε ηδονή και κάθε φαντασία υποτιθέμενου καλού ή κακού που συνοδεύεται με λύπη». Άρα λοιπόν, καμία φαντασία, όπως είπαμε, δεν έχει θέση στο Θεό, γιατί ο Θεός είναι γενικά πάνω από την έννοια όλων και τα υπερβαίνει.
Και πάλι ο μέγας Βασίλειος λέει: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια περί του Θεού. Και καθώς περιλάμπεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή τη φύση». Ξέροντας αυτά λοιπόν κι εσύ, να σπεύδεις κάθε στιγμή, με τη βοήθεια του Θεού, να προσεύχεσαι χωρίς φαντασία, χωρίς σχήματα, χωρίς διαμορφώσεις, με όλον ολότελα το νου καθαρό και ψυχή καθαρή και με όλους τους τρόπους.
Ο άγιος Μάξιμος λέει τα εξής.(στο κεφάλαιο 66).
Κεφάλαιο 66
Η καθαρότητα και η τελειότητα του νου, της ψυχής και της καρδιάς.
Ο καθαρός νους.
66. Νους καθαρός είναι εκείνος που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.
Η καθαρή ψυχή.
Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
Η καθαρή καρδιά.
Καρδιά καθαρή είναι εκείνη που παρουσίασε στο Θεό τελείως ασχημάτιστη και αδιαμόρφωτη τη μνήμη και έτοιμη να σφραγιστεί μόνο με τα δικά Του σημεία, με τα οποία συμβαίνει να φανερώνεται ο Θεός. Κοντά σ' αυτά βάζομε και τα επόμενα.
Ο τέλειος νους.
Νους τέλειος είναι εκείνος ο οποίος με την αληθινή πίστη του γνώρισε πάνω από κάθε γνώση, με τρόπο υπεράγνωστο, τον Υπεράγνωστο, και είδε καθολικά τα δημιουργήματά Του, και έλαβε από το Θεό την περιεκτική γνώση περί Προνοίας και Κρίσεως των δημιουργημάτων Του· εννοώ βέβαια όσο αυτό είναι δυνατό σε ανθρώπους.
Η τέλεια ψυχή.
Ψυχή τέλεια είναι εκείνη που η παθητική δύναμή της έχει κλίνει ολότελα προς το Θεό.
Η τέλεια καρδιά.
Καρδιά τέλεια λέγεται ίσως εκείνη που δεν έχει με κανένα τρόπο καμία φυσική κίνηση προς ο,τιδήποτε· στην οποία έρχεται ο Θεός και, σαν σε πίνακα καλά καθαρισμένο από την άκρα απλότητα, γράφει τους δικούς Του νόμους.
Ο καθαρός νους.
Επίσης, κατά τον άγιο Διάδοχο, μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει το νου. Και ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει ότι μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να σταματήσει το νου. Ο άγιος Νείλος λέει: «Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του απ΄ όλα τα νοήματα, και τότε θα τον δει όμοιο με σάπφειρο ή με ουράνιο χρώμα». Και πάλι: «Κατάσταση του νου είναι ένα ύψος νοητό, όμοιο με ουράνιο χρώμα, στο οποίο έρχεται κατά την ώρα της προσευχής το φως της Αγίας Τριάδος». Και ο άγιος Ισαάκ: «Όταν ο νους ξεντύνεται τον παλαιό άνθρωπο και ντύνεται τον καινούργιο άνθρωπο της χάρης(Κολ. 3, 9-10), τότε θα δει την καθαρότητά του όμοια με το επουράνιο χρώμα, το οποίο ονομάστηκε τόπος Θεού(Εξ. 24, 10) από τους άρχοντες του Ισραήλ, όταν φανερώθηκε σ' αυτούς στο όρος Σινά». Όταν λοιπόν κάνεις όπως προείπαμε, δηλαδή όταν προσεύχεσαι καθαρά, χωρίς φαντασίες και χωρίς σχήματα, θα βρεθείς να βαδίζεις στα ίχνη των Αγίων. Διαφορετικά θα είσαι φαντασιαστής και όχι ησυχαστής, και αντί σταφύλια θα τρυγήσεις αγκάθια —ο μη γένοιτο.
Κεφάλαιο 67
Πώς φαντάζονταν οι Προφήτες.
67. Αν μερικοί νομίζουν ότι οι οράσεις και τα σχήματα και οι αποκαλύψεις των Προφητών έγιναν με τη φαντασία και τη φυσική τάξη, αυτοί ας γνωρίζουν ότι βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Οι Προφήτες, όπως και οι τωρινοί μύστες των θείων, δεν έβλεπαν ούτε φαντάζονταν κατά τη φυσική τάξη και φαντασία όσα έβλεπαν και φαντάζονταν, αλλά ο νους τους δεχόταν τις εντυπώσεις και τις φαντασίες κατά τρόπο θείο και υπερφυσικό με την ανέκφραστη δύναμη και χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος: «Με κάποια ανέκφραστη δύναμη εντυπώνεται η φαντασία του νου εκείνων που τον έχουν καθαρό και απερίσπαστο, και ακούνε σαν ηχώ μέσα τους το λόγο του Θεού».
Και πάλι: «Οι Προφήτες έβλεπαν καθώς δέχονταν στο νου τους τους τύπους από το πνεύμα». Και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Το Πνεύμα το Άγιο ενεργούσε πρώτα στις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις. Έπειτα ενεργούσε στους Πατέρες και τους Προφήτες, από τους οποίους άλλοι φαντάστηκαν το Θεό ή τον γνώρισαν, ενώ άλλοι προγνώρισαν το μέλλον, καθώς το πνεύμα άφηνε τ' αποτυπώματά Του στο νου τους, κι έτσι είχαν τα μέλλοντα σαν παρόντα».
Κεφάλαιο 68
Συνέχεια για τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες.
68. Μερικοί αμφιβάλλουν ακόμη, επειδή δέχονται τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες, και μας εναντιώνονται νομίζοντας ότι τάχα ακολουθούν τους Αγίους. Κι αυτό γιατί ο Θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι ο Θεός μόνο με το νου σκιαγραφείται, όχι από την ουσία Του αλλά από τις ιδιότητές Του, με τη συνένωση διαφόρων φαντασιών σε μία εικόνα της αλήθειας· και ο θείος Μάξιμος, ότι δεν μπορεί ο νους να φτάσει στην απάθεια από μόνη την πράξη, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και ποικίλες θεωρίες· και άλλοι Άγιοι διακηρύττουν τα ίδια με αυτούς.
Αυτοί λοιπόν ας γνωρίζουν ότι οι Άγιοι εκείνοι δεν τα είπαν αυτά αναφερόμενοι στην «κατά παραδοχήν» πνευματική εργασία και χάρη, δηλαδή στη γνώση και την εποπτεία του Θεού, η οποία ενώνει με σαφή πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά αναφέρονταν στην «κατ' επιβολήν» θεωρία, δηλαδή στη θεωρία που συλλέγεται από τη σοφία και την αναλογία και την αρμονία των όντων και πλησιάζει αμυδρά την έννοια περί Θεού και που μπορούν πολλοί ή μάλλον όλοι γενικά να τη χρησιμοποιούν και να τη διανοούνται. Αυτό θα το καταλάβει καθαρά όποιος εξετάσει με προσοχή τα παραπάνω αποσπάσματα των Αγίων ή άλλα παρόμοια.
Όπως είναι γραμμένο, από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων κατανοείται ανάλογα ο Δημιουργός(Σ. Σολ. 13, 5)· όχι όμως από την κοσμική και εθνική, φλύαρη και μάταιη τεχνική μάθηση. Γιατί αυτή, σαν άσεμνη δούλη που καμαρώνει με υπερηφάνεια για την επιστημονική και σοφιστική και επιδεικτική ικανότητά της και δε μαθητεύει στην ευαγγελική πίστη και ταπείνωση και στην αληθινή συγκατάθεση στα θεία, έχει εξοστρακιστεί μακριά από τα ιερά πρόθυρα.
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, κα